Οι φίλοι του μπλοκ

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ecballium elaterium

Θολάρια 24/11/2007

Το Ecballium elaterium [(L.) A. Richard 1824] είναι γεώφυτο της Μεσογείου και της ΝΔ Ασίας, με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Το αρχαίο όνομα του φυτού είναι «σίκυς άγριος».
Αμοργιανό όνομα: πικραγγουριά.
Τον καρπό του ονομάζει «ελατήριο» («το δε λεγόμενον ελατήριον εκ του καρπού των σικύων») ήδη από την αρχαιότητα ο Διοσκουρίδης, ο οποίος υποστήριξε ότι το εκχύλισμα του αποτελεί δραστικότατο καθαρτικό φάρμακο.
Το σημερινό λαϊκό του όνομα είναι «πικραγγουριά».
Πρόκειται για έρπουσα πολυετή πόα, σαρκώδη, πολύ αδρότριχη.
Βλαστοί απλωτοί, έρποντες 15-60 εκ. χωρίς έλικες. Φύλλα μακρόμισχα, με έλασμα 4-10 εκ., καρδιοειδή- τριγωνικά, οδοντωτά ή κυματιστά στα χείλη.
Στεφάνη τροχοειδής με 5 λοβούς. Τα άνθη είναι κίτρινα και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων, τα αρσενικά σε βότρυ, τα θηλυκά ανά ένα.
Ο καρπός είναι κυλινδρικός ωοειδής μέχρι 5εκ. μήκος, πολύ αδρότριχος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο η πικραγγουριά διασπείρει τους σπόρους της. Ο καρπός είναι πολύ ευαίσθητος και με το παραμικρό άγγιγμα σκάει σαν μικρή βόμβα και εκτινάσσει τα σπέρματα μακριά, δηλαδή τα εκβάλλει ως ελατήριο.
Όλα τα μέρη του φυτού, και κυρίως ο καρπός του, είναι τοξικά, περιέχοντας το δηλητήριο «ελατηρίνη».
Κοινό σε χέρσα χωράφια, μπάζα, άκρες δρόμων.
Ανθίζει από τον Φεβρουάριο.
Ετυμολογία:
Ecballium < εκβάλλω (βγάζω έξω με δύναμη) ==> αναφέρεται στην αποβολή με δύναμη των σπερμάτων.
elaterium < ελατήριον ==> αναφέρεται στην εκτόξευση των σπερμάτων μακριά.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Sternbergia lutea


Θολάρια 24/11/2007 Tholaria

Η Στερνμπέργκια η κίτρινη [Sternbergia lutea (L.) Ker Gawl. ex Spreng. 1825] είναι μεσογειακό γεώφυτο.
Έχει μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Δυτική Μακεδονία.
Έχει ευρεία εξάπλωση στην Αμοργό, στολίζοντας το φθινόπωρο κυρίως βραχώδεις θέσεις.
Ανάλογα με τις περιοχές ονομάζεται κρινάκι, κίτρινο κρινάκι, λαλές, αγριολαλές και αγριόκρινος.
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: πούλα
Είναι πολυετής, πόα με βολβοειδές ρίζωμα, φύλλα λογχοειδή, στενόμακρα, ανεπτυγμένα κατά την άνθιση. Ανθίζει το φθινόπωρο. Άνθη κίτρινα, με 6 λογχοειδή τέπαλα μήκους μέχρι 6 εκατοστά. Στην βάση τους έχουν μία μεμβρανώδη σπάθη.Μοιάζει με κρόκο αλλά διαφέρει στους ανθήρες, τους βιότοπους κλπ και άλλωστε ανήκει σε άλλη βοτανική οικογένεια.
Φύεται κυρίως σε πετρώδεις τοποθεσίες. Συχνά καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. 


Ετυμολογία:
Sternbergia > είδος αφιερωμένο στον Caspar (Kaspar) Maria von Sternberg (1761-1838), Βοημό βοτανικό που θεωρείται ιδρυτής του κλάδου της Παλαιοβοτανικής
lutea = κίτρινη.


Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Pistacia lentiscus σχίνος

Κατάπολα 16/11/2009

Ο σχίνος (Pistacia lentiscus L. 1753) είναι βασικό είδος της μεσογειακής θαμνώδους βλάστησης (μακίας, γκαρίγκ), με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα σε υψόμετρα 0-400 (-900) μ.
Κοινό όνομα: σχίνος (ο), σχίνο (το).
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: σχινιά (η).
Ο σχίνος είναι αειθαλές, αρωματικό δέντρο ή θάμνος με ωραίο πράσινο φύλλωμα, πολύ κοινό στην ελληνική φύση. Τα φύλλα είναι σύνθετα με 2-5 ζεύγη ελλειψοειδή φυλλάρια, λεία στην πάνω, πιο θαμπά στην κάτω πλευρά. Φυτό δίοικο με θηλυκά άνθη κίτρινα και αρσενικά σκουροκόκκινα.
Καρποί μικροί, σφαιρικοί, κόκκινοι στην αρχή, μαύροι στην ωρίμανση.Το φθινόπωρο οι καρποί τους (το σχινικούκι) αποτελούν τροφή για τα κατσίκια, σε μιαν εποχή που η φυσική τροφή είναι λιγοστή.
Ανθίζει Μάρτιο - Απρίλιο

*** Η ποικιλία chia (P. Ientiscus var. chia), που ευδοκιμεί στην Χίο, είναι το δέντρο που δίνει την περίφημη μαστίχα
Τα μαστιχόδεντρα στην Χίο αποτελούν την καλλιεργημένη (με πολύ κόπο και εμπειρία) μορφή του σχίνου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας την συμβουλή του καθηγητή Θ. Ορφανίδη, το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος έκανε μια προσπάθεια να εισαχθεί η μαστιχοκαλλιέργεια και στην Ελλάδα (τότε η Χίος ήταν εκτός ελληνικής επικράτειας). Έγιναν καλλιέργειες σε διάφορα μέρη και μόνο στην Αμοργό και την Αντίπαρο είχε επιτυχία η μετατροπή των σχίνων σε μαστιχόδενδρα. Η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, γιατί από το 1912-13 η ελληνική επικράτεια υπερτριπλασιάστηκε και η Χίος ενώθηκε με την Ελλάδα.

Ετυμολογία:
Pistacia > πιστάκη (ονομασία φυτού που χρησιμοποιεί ο Νίκανδρος το 200 π.Χ. - πιστάκιον, το φυστικί), πιθανό δάνειο από κάποια ανατολική γλώσσα - μάλλον από την περσική pistáh + «-ακ», ουρανικό επίθημα
lentiscus > η λατινική ονομασία για τον σχίνο. 

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Arisarum vulgare

Κατάπολα 16/11/2009 Άγιος Παντελεήμονας


Το Αρίσαρον το κοινό (Arisarum vulgare O.Targ.Tozz. 1810) είναι μεσογειακό φυτό με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα.
Τοπικό όνομα: λυχναράκι.
Πολυετής πόα, εύκολα αναγνωρίσιμη από το χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα της κιτρινοπράσινης σπάθης με τις κοκκινωπές ραβδώσεις. Ο σπάδικας είναι λεπτός, κυλινδρικός με κύρτωση στο χείλος της σπάθης. Φύλλα καρδιοειδή με μακρύ μίσχο.
Ανθίζει από τα τέλη φθινοπώρου σε πετρώδεις, δροσερές τοποθεσίες.

Ετυμολογία:
Arisarum > άρι (λίαν, πολύ - εξ ου και άριστος) +άρον = Αρίσαρον, φυτό που αναφέρει ο Διοσκουρίδης.
vulgaris, -e > vúlgus κοινός, ευρέως διαδεδομένος = κοινό.

«ἀρίσαρόν ἐστι βοτάνιον μικρόν, ῥίζαν ἔχον ὡς ἐλαίας· ἔστι δὲ δριμυτέρα τοῦ ἄρου, ὅθεν νομὰς ἵστησι καταπλασσομένη, κολλύριά τε πρὸς σύριγγας ἐνεργῆ ἐξ αὐτῆς γίνεται. φθείρει δὲ καὶ αἰδοῖον παντὸς ζῴου ἐντεθεῖσα ἡ ῥίζα.»

(Διοσκουρίδης)

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Colchicum cupanii subsp. cupanii

Κατάπολα 16/11/2009 αρχαία Μινώα

Το Colchicum cupanii Guss. 1827, είναι μεσογειακό φυτό, με εξάπλωση στην δυτική, νότια και νησιωτική Ελλάδα.
Βιότοπος: βραχώδεις και πετρώδεις θέσεις, ελαιώνες, λιβάδια και θέσεις με terra rossa, διάκενα δασών, ορεινά λιβάδια, σε υψόμετρα 0-700 (1400) μ.
Βολβώδες δηλητηριώδες φυτό. Βολβός 2 εκ. με εξωτερικούς χιτώνες σκούρους καφέ
Φύλλα 3 καλά αναπτυγμένα, επιμήκη, (και γλωσσοειδή), παρόντα κατά την άνθιση.
Περιάνθιο με λεπτό σωλήνα, υπόλευκο. Τέπαλα ρόδινα με σκουρότερες παράλληλες νευρώσεις. Ανθήρες καφέ-μοβ με κίτρινη γύρη
Ανθίζει τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Δεκεμβρίου.
Ετυμολογία:
Colchicum < Κολχίς (αρχαία όνομα της σημερινής Γεωργίας). Κατά τον Διοσκουρίδη, το κολχικό φύτρωνε άφθονο στην Κολχίδα και την Μεσσηνία.
cupanii < προς τιμήν του Francesco Cupani (1657-1710), Ιταλού βοτανικού.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Cakile maritima

Φοινικιές 16/11/2009

Το Cakile maritima (Scop. 1772) είναι ευρωμεσογειακό φυτό με μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα.
Βιότοπος: παραλίες με άμμο ή βότσαλα σε υψόμετρα 0- 100 μ.
Ετήσιο ή διετές φυτό, ελαφρά χυμώδες, μέτρια διακλαδισμένο.
Καρποί κεράτια.
Άνθη με πέταλα σε απαλό λιλά-μοβ.
Άνθιση: Μάρτιος - Σεπτέμβριος.
Ετυμολογία:
Cakile < Kakeleh το όνομα του φυτού στα αραβικά.
maritima < mare θάλασσα= παραθαλάσσια.

 

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Pancratium maritimum

Φοινικιές 16/11/2009

Το φθινόπωρο οι κάψες των «κρίνων της θάλασσας» (Pancratium maritimum) ανοίγουν και εμφανίζονται τα σπέρματά τους που είναι πανάλαφροι, μαύροι και μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνων. Τα κύματα θα μεταφέρουν τα ελαφρά σπέρματα σε άλλες αμμουδιές, όπου θα φυτρώσουν και θα δώσουν νέα φυτά.
Το Pancratium maritimum, L. 1753, είναι ένα από τα ωραιότερα αγριολούλουδα και στολίζει τις αμμώδεις παραλίες κάθε καλοκαίρι.
Είναι πολυετής βολβόρριζη πόα με φύλλα μεγάλα, ταινιοειδή, μακρύτερα από το βλαστό, ήδη ξερά κατά την άνθιση με τα νέα να εμφανίζονται στις αρχές του χειμώνα.
Άνθη μεγάλα, χοανοειδή, 3-15 σε κάθε σκιάδιο, εύοσμα, λευκά. Ανθήρες κίτρινοι σε 6 μακρείς, λευκούς στήμονες.
Οι χαρακτηριστικοί ανάλαφροι καρποί μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνο και επιπλέουν στη θάλασσα που τους διασπείρει στις ακτές.
Εϊναι μεσογειακό φυτό.  Στην Ελλάδα εξαπλώνεται σε όλες τις αμμουδιές του Αιγαίου και του Ιονίου, αλλά με την τουριστική αξιοποίηση των παραλιών, οι πληθυσμοί του έχουν αρχίσει να εξασθενούν.
Ο κρίνος της θάλασσας ενώνει τη σημερινή με την προϊστορική φύση του Αιγαίου. Είναι πασίγνωστος από τις «μινωικές» εικονογραφήσεις της Κρήτης, κυρίως στο ανάκτορο της Κνωσού και από τις υστεροκυκλαδικές τοιχογραφίες της Σαντορίνης

Ετυμολογία:
Pancratium > παν (πας, πάσα) + κρατέω  --> επειδή υπερνικά τις ακραίες συνθήκες του οικοτόπου του, (ξηρές και υφάλμυρες άμμοι) και παραμένει  πάντα κραταιό.
maritimum > mare (λατιν.) θάλασσα = παραθαλάσσιο.


Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Mandragora officinarum

Κατάπολα 21/11/2009 

Ο μανδραγόρας (Mandragora officinarum L., 1753) είναι ένα ισχυρά δηλητηριώδες φυτό με πολλές ιστορίες στην μαγεία, την μυθολογία, την φαρμακευτική, την ιατρική και την γλωσσολογία. Είναι ένα φυτό κοινό στη Νότια Ελλάδα και τα νησιά.
Λαϊκό όνομα στην Αμοργό: βουδόγλωσσα, από το σχήμα των φύλλων του.
Φύεται σε πετρώδεις θέσεις και χέρσα χωράφια. Τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, μακρόστενα και σχηματίζουν ρόδακα. Από το κέντρο του ρόδακα αναπτύσσονται τα μικρά κυανάιώδη άνθη με εμφανείς νευρώσεις σαν φλέβες.
Οι καρποί του είναι κίτρινες ράγες σε σχήμα μικρού μήλου, ένα χαρακτηριστικό που οδήγησε τον Διοσκουρίδη να ονομάσει το φυτό «αντίμηλον». Το συναντάμε φυτρωμένο, ανθισμένο ή καρπισμένο στην μεγαλύτερη διάρκεια του έτους με εξαίρεση το καλοκαίρι.
Η ρίζα του μανδραγόρα είναι σαρκώδης, μεγάλη, κάθετη, διχαλωτή από ένα σημείο και ανθρωπόμορφη σύμφωνα με την λαϊκή παρατηρητικότητα. Με την χαρακτηριστική ανθρωπόμορφη ρίζα του πέρασε από τα πανάρχαια χρόνια στον χώρο της μαγείας.
Η ρίζα του μανδραγόρα περιέχει ατροπίνη, υοσκυαμίνη, σκοπολαμίνη, μανδραγορίνη που είναι ισχυρές κατευναστικές ουσίες. Έτσι θεωρείται από τα περισσότερο τοξικά φυτά της ελληνικής χλωρίδας. Έχει πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες (είναι και ομοιοπαθητικό) αλλά δεν χρησιμοποιείται πολύ από την λαϊκή ιατρική (που είναι συνέχεια της αρχαίας) και για την ισχυρή τοξικότητά του αλλά και διότι το ξερίζωμά του έχει συνδεθεί με ένα σωρό δεισιδαιμονίες και μαγικές πρακτικές.

Ετυμολογία:
Mandragora > από το περσικό όνομα mardum guis (= φυτό του ανθρώπου), που πέρασε σε άλλες γλώσσες // από το όνομα κάποιου αρχαίου γιατρού, ο οποίος φαίνεται ότι έκανε εκτεταμένη χρήση του φυτού και είχε επιτυχίες
officinarum > offícina, μεσαιωνικό εργαστήριο για παρακευή φαρμάκων και αρωμάτων = φαρμακευτικό.



Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Scorzonera araneosa (Scorzonera eximia)

Χοζοβιώτισσα 04/04/2010


Η Σκορτζονέρα η αραχνώδης (Scorzonera araneosa Sm. 1813) είναι ενδημικό φυτό των Κυκλάδων.

Συνώνυμο: Scorzonera eximia Rech.f. 1934 (Σκορτζονέρα η εξαίρετη) από φυτά που συλλέχτηκαν στην Αμοργό. Υποστηρίζεται ότι η S.eximia διαφέρει στα φύλλα.


Χασμόφυτο, που φύεται σε σχισμές βράχων και κρημνών.
Η ονομασία της οφείλεται στους πυκνά (σαν ιστό αράχνης) τριχωτούς βλαστούς της.
Πολυετής πόα, με χοντρή κονδυλώδη ρίζα, που εισέρχεται βαθιά στον βράχο.
Φύλλα πολλά, μακρόστενα, τριχωτά.
Κεφάλια μεγάλα, με κίτρινα ανθίδια.
Ανθίζει από τον Απρίλιο

Ετυμολογία:
Scorzonera > Το νεολατινικό Scorzonera θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ως «φιδόχορτο». Το εισήγαγε ο Πιτόν ντε Τουρνεφόρ (για το φυτό Scorzonera hispanica), από την καταλανική λέξη escurçonera, που αναφέρεται σε ένα φυτό η κονδυλώδης ρίζα του οποίου εθεωρείτο αντίδοτο για τα δαγκώματα των φιδιών.
araneosa > aráneum αράχνη = αραχνώδης, αραχνοειδής.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Iris germanica

Κατάπολα 31/03/2006

Η Ίριδα η γερμανική (Iris germanica L. 1753), είναι ευρωασιατικό φυτό φυτό, με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα.
Βιότοπος: αυτοφύεται  σε βραχώδεις, περιοχές, κυρίως στην Ήπειρο και την Μακεδονία αλλά και σε βουνά της κεντρικής Ελλάδας. Τοποθετείται ως καλλωπιστικό σε άκρες αμπελιών, ελαιώνων, περιβολιών και αγρών σε πολλές περιοχές της χώρας και κυρίως στα νησιά.
Από την Βόρεια Πελοπόννησο (Χελμός, Ζήρεια) και την Οίτη έχει περιγραφεί η παρόμοια Iris hellenica, Mermygkas, Kit Tan & Yannitsaros 2010, ως ελληνικό ενδημικό σε διάκενα δασών ελάτης.
Γενικά, η Iris germanica θεωρείται από τους βοτανικούς είδος άγνωστης προέλευσης. Πιθανολογείται ότι είναι υβρίδιο ή ιθαγενές του παραμεσογειακού χώρου και της Νότιας Ευρώπης (Γιαννίτσαρος 1991). Σήμερα αυτοφύεται σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας, συνήθως σε ελαιώνες και κοντά σε παλιά χωράφια ως εγκλιματισμένος δραπέτης καλλωπιστικής καλλιέργειας.
Είναι πολυετές φυτό με χονδρό, σαρκώδες ρίζωμα και ύψος 1 μέτρο και περισσότερο.
Φύλλα λογχοειδή μέχρι 80 εκ.
Άνθη μεγάλα, 8-10 εκ. Τα όρθια πέταλα έχουν χρώμα μοβ ανοιχτό και τα κυρτά μοβ σκούρο με λευκό προς την βάση τους και σκούρες νευρώσεις. Τα τρία κυρτά πέταλα έχουν στην βάση τους «πώγωνα» με πυκνές κιτρινωπές τρίχες.
Ανθίζει από τον Μάρτιο.
Ετυμολογία:
Iris < Ίρις, η αγγελιαφόρος των θεών.
germanica < Germania.

από τη Flora Graeca 1787

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Symphytum davisii

Αιγιάλη 01/04/2010

Το Σύμφυτο του Ντέιβις (Symphytum davisii) είναι πολυετές φυτό, ενδημικό Αμοργού, Νάξου, Σικίνου, νησίδας Καρδιώτισσα, Ικαρίας. Η μέχρι τώρα επιστημονική κατάταξη το χωρίζει σε 4 υποείδη (davisii, cycladense (Σίκινος), naxicola, icaricum), όλα τοπικά ενδημικά.
Το τυπικό υποείδος Symphytum davisii, Wikens 1969 subsp. davisii είναι ενδημικό της Αμοργού. Θεωρείται πολύ σπάνιο, τρωτό, με προτεραιότητα προστασίας πρωτεύουσα και γι΄αυτό προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία και ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Αναφέρεται από το φαράγγι τ' Αρακλού στην Αιγιάλη, το Ρέμα του Φονιά στα Κατάπολα, ρεματιά στα Θολάρια, το μονοπάτι Βρούτση-Κατάπολα και τον Κρίκελο σε υψόμετρα 350-500 μ.
Βιότοπος: πετρώδεις και βραχώδεις θέσεις εποχικά υγρές και σκιερές, θαμνώνες, σε ρεματιές και χαράδρες σε υψόμετρα 0-900 μ.
Ποώδες πολυετές φυτό με παχιά, ξυλώδη και τριχωτή βάση. Φύλλα ωοειδή με οδοντωτά και ελαφρώς κυματοειδή περιθώρια. Ταξιανθίες απλές με 10-20 λευκά άνθη.
Τα σύμφυτα θεωρούνται ισχυρά φαρμακευτικά φυτά και χρησιμοποιούνται από την ομοιοπαθητική για την αποκατάσταση καταγμάτων, παθήσεις των οστών και οφθαλμικά τραύματα.
Άνθιση: Απρίλιος - αρχές Μαΐου.

Ετυμολογία:
Symphytum > συν + φυτό ==> φυτό που αναπτύσσεται σε ομάδες = Σύμφυτο
davisii > προς τιμήν του Άγγλου βοτανικού Peter Hadland Davis (1918-1992), που ερεύνησε την χλωρίδα της Τουρκίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.


Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Matthiola sinuata

Στις σχισμές που έχουν τα καλντερίμια της Χώρας, φυτρώνουν διάφορα αγριολούλουδα, όπως αυτή η άγρια βιολέτα.

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Ξυλοκερατίδι




Το Ξυλοκερατίδι είναι ο ναυτικός οικισμός των Καταπόλων. Άρχισε να κατοικείται μετά το 1850 όταν σταθεροποιήθηκαν σταδιακά οι συνθήκες ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο μετά την ελληνική επανάσταση και τη δημιουργία (1832) του ελληνικού κράτους. Δημιουργήθηκε από τους καπεταναίους και τους ναύτες που μέχρι τότε έμεναν στη Χώρα.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Galerida cristata κορυδαλλός

Κατάπολα


Το κοινό όνομα του στην Ελλάδα είναι «κατσουλιέρης και το λόγιο όνομα «κορυδαλλός». Στην Αμοργό λέγεται «τρουτσουλίτης». Το συναντάμε όλο τον χρόνο στο νησί.

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Linum bienne

Κατάπολα 31/03/2010

Το Linum bienne, Miller 1786, είναι μεσογειακό φυτό, με ευρεία εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Βιότοπος: παράκτιοι βιότοποι, χλοώδη λιβάδια, βραχώδες πλαγιές, θαμνώνες, φρύγανα, σε υψόμετρα 0-1100 (-1900) μ.
Λεπτοφυές φυτό με πολλούς όρθιους βλαστούς.
Φύλλα στενά, λογχοειδή, επάλληλα σε όλο το μήκος του βλαστού.
Άνθη ανοιχτόχρωμα, κυανοΐώδη με σκούρες νευρώσεις και σέπαλα μικρότερα ακιδωτά.
Ανθίζει από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου.

Ετυμολογία:
Linum > λίνον (λινάρι).
biennis, e = διετές. 

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Brassica cretica subsp. aegaea

Λαγκάδα - Lagada

Φυτρώνει σε πετρώδεις θέσεις και βράχους, συχνά σε απρόσιτες θέσεις. Στην Αμοργό λέγεται «σκαρολάχανο. Τα φύλλα του τρώγονται βραστά, κάνοντας μια πολύ ωραια σαλάτα με λάδι και λεμόνι.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Crupina crupinastrum

Κατάπολα

Η Crupina crupinastrum [(Moris) Vis. 1847], είναι ευρασιατικό φυτό, με ευρεία εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Βιότοπος: αγροί, φρύγανα, πετρώδεις θέσεις, ελαιώνες σε υψόμετρα 0-1200 (1900) μ.
Μονοετές φυτό με λεπτό βλαστό, αραιά διακλαδισμένο, με κεφάλια μονήρη στις κορυφές των βλαστών.
Φύλλα συγκεντρωμένα στο κάτω μέρος του φυτού, πτεροειδή με λοβούς οδοντωτούς.
Ανθίδια ρόδινα, σε υπάνθιο με μαυροκόκκινα βράκτια.
Ανθίζει Μάρτιο - Ιούνιο.
Ετυμολογία:
Crupina < πιθανή προέλευση από την φλαμανδική γλώσσα
crupinastrum < Crupina + υποκοριστική κατάληξη -astrum

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Umbilicus horizontalis

Χώρα 31/03/2010 Καστελόπετρα

Ο Umbilicus horizontalis [(Guss.) DC. 1828] είναι μεσογειακό φυτό από την Ιταλία και δυτικότερα. Έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Συνώνυμο: Cotyledon horizontalis (Guss. 1826).
Βιότοπος: βραχώδεις σκιερές θέσεις σε υψόμετρα 0-700 μ.
Πολυετές είδος με κονδυλώδες ρίζωμα. Στέλεχος απλό 10-50 εκ.. Φύλλα σαρκώδη.
Άνθιση: Απρίλιος - Μάιος.
Umbilicus (λατιν.) = ομφαλός, αφαλός ==> από το σχήμα των φύλλων.
horizontalis < ορίζοντας => από την οριζόντια διάταξη της ανθοταξίας.
Cotyledon < κοτυληδών.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Origanum onites

Χοζοβιώτισσα 10/04/2010 

Το Origanum onites, L. 1753, είναι μεσογειακό φυτό, με εξάπλωση στην κεντρική, νότια και νησιωτική Ελλάδα.
Είναι φρύγανο με βλαστούς όρθιους και φύλλα χνουδωτά, καρδιοειδή, αντίθετα, σε όλο το μήκος του βλαστού, τα κατώτερα με μικρό μίσχο, τα ανώτερα επιφυή.
Είναι μια από τις μορφές της κοινής ρίγανης που συλλέγεται μαζί με το άλλο, λίγο πολύ παρόμοιο είδος (Origanum vulgare), και χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική.
Βιότοπος: πετρώδεις τοποθεσίες και πρανή.
Άνθη λευκά με μεγάλους στήμονες σε πυκνούς κορύμβους.
Ανθίζει από τον Απρίλιο.
Τοπική ονομασία στην Αμοργό: αργανιά
Η ονομασία του γένους προέρχεται από τα ελληνικά όρος+γανώ (λάμπω, χαίρομαι), ενώ αυτή του επιθέτου πιθανόν αναφέρεται στην ομοιότητα των μπουμπουκιών του φυτού με τις καβαλίνες, τα κόπρανα του όνου (=ονίς στα αρχαία ελληνικά).
Η ρίγανη έχει ξεχωριστή θέση στην ζωή των Ελλήνων από την απώτερη αρχαιότητα. Η ίδια η λέξη ρίγανη είναι πανάρχαια και γι’ αυτό σκοτεινής ετυμολογίας. Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν σαν άρτυμα στη μαγειρική, φάρμακο και συστατικό για αρώματα. Ο Ιππποκράτης το συνιστούσε για οφθαλμικές παθήσεις και στα κρυολογήματα.
Χρησιμοποιούνται τα φύλλα, νωπά ή αποξηραμένα. Η ρίγανη θεωρείται ισχυρό μικροβιοκτόνο και αντιοξειδωτικό βότανο. Είναι ευστόμαχη, διουρητική, εμμηναγωγή και αντισπασμωδική.

Ετυμολογία:
Origanum > όρος + γανώ (λάμπω, χαίρομαι), η χαρά τους βουνού - αναφορά στον φυσικό του βιότοπο. Ορίγανον, ρίγανη
onites > όνος > ονίς.


Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Papaver rhoeas

Χώρα 20/04/2005 Chora


Η Papaver rhoeas L 1753, είναι παλαιογεωγραφικό φυτό, με ευρεία εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Βιότοπος: ζιζάνιο αγρών με δημητριακά, ακαλλιέργητα χωράφια, δρόμοι, μπάζα, σε υψόμετρα 0-800 (-1800 στα όρη) μ. 

Τοπικό όνομα: κουτσουνάδα.
Είναι η πιο κοινή παπαρούνα.
Φύλλα πτεροσχιδή, οδοντωτά. Ποδίσκοι έντονα τριχωτοί.
Πέταλα μεγάλα 2-3 εκ., έντονα κόκκινα, συχνά με μαύρη κηλίδα στην βάση. Κωδία κοντή, σχεδόν σφαιρική, λεία, περιτριγυρισμένη από πολλούς στήμονες με ανθήρες μαύρους ή καστανούς.
Ανθίζει μέσα Απριλίου - μέσα Ιουνίου.

Ετυμολογία:
Papaver -eris > μήκων, παπαρούνα.
rhoeas > ροιάς > ροιά (ροδιά) ==> από το έντονα κόκκινο χρώμα των ανθέων = ροιάς

«μήκων ῥοιάς· οἱ δὲ ὀξύγονον, Ῥωμαῖοι παπάβερ ἄλβου‹μ›, Αἰγύπτιοι ναντί».
Διοσκουρίδης


Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Cistus creticus

Χώρα 12/05/2005 Chora

Στην Ελλάδα υπάρχουν 4 είδη κίστου. Ο Κίστος ο κρητικός είναι διεσπαρμένος. Από αυτόν παράγεται το λάδανο, γι' αυτό και το κοινό του όνομα είναι «λαδανιά».


εικόνα Cistus creticus από την Flora Graeca

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Ophrys iricolor

Κατάπολα 31/03/2010

Η Οφρύς η ιριδόχρωμη (Ophrys iricolor, Desfontaines 1807) εξαπλώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Περιγράφτηκε το 1807 από την Σάμο και την περιοχή της Σμύρνης.
Η ονομασία της οφείλεται στο χρώμα του θυρεού της.
Τοπικό όνομα: «ψείρα»
Εξαπλώνεται στη Νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου.
Βιότοπος: ηλιόλουστα εδάφη, πευκοδάση, θάμνοι, φρύγανα.
Άνθος: μεγάλο περίπου στα 2 εκατοστά, σχεδόν οριζόντιο, πορφυρό με ιώδη ιριδίζοντα θυρεό.
Άνθιση: Τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Απριλίου.

Ετυμολογία:
Ophrys > Οφρύς (φρύδι). Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια χαρακτηριστικά του γένους Ophrys αναφέρεται το όνομα ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο γλωσσικής παρερμηνείας.
iricolor > Ίρις + cólor (λατιν.) χρώμα =  ιριδόχρωμη.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Convolvulus althaeoides

Κατάπολα 02/05/2005 

Μεσογειακό φυτό με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Βιότοπος: βραχώδεις και πετρώδεις πλαγιές με φρύγανα, ανοιχτό κωνοφόρο δάσος, χωράφια σε αγρανάπαυση σε υψόμετρα 0-700 (-1200) μ. και περιστασιακά έως 1600 μ. στην ηπειρωτική χώρα.
Πολυετές φυτό, που συνήθως έρπει η άναρριχάται, με λεπτό βλαστό έως 100 εκ. Φύλλα εναλλάσοντα με αραιό τρίχωμα.
Άνθη 1-3 με μακρείς μασχαλιαίους μίσχους, ρόδινα με σκούρο λαιμό.
Άνθιση: Μάρτιος - Ιούνιος.
Ετυμολογία:
Convolvulus < convólvo (λατιν.) διαπλέκω ==> για τα συχνά άστατα στελέχη των ειδών αυτού του γένους = Κονβόλβουλος.
althaeoides < Althaea + είδος = αλθαιοειδής (με παρόμοια φύλα σαν της Αλθαίας)

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Malva arborea (Lavatera arborea)

Κατάπολα 27/03/2007

Η Malva arborea (L.) Webb & Berthel. 1836, είναι μεσογειακό φυτό με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα. Σε πολλά νησιά και παραλιακές θέσεις είναι αυτοφυής, ενώ στη στεριανή Ελλάδα πολλές φορές καλλιεργείται.
Συνώνυμο: Lavatera arborea L. 1753.

Κοινό όνομα: δεντρομολόχα.
Βιότοπος: βραχώδεις θέσεις, πλαγιές με φρύγανα, στις άκρες δρόμων και αγρών, συνήθως κοντά στην θάλασσα και σε υψόμετρα 0-500 μ.
Διετές γεροδεμένο φυτό, με πυκνό φύλλωμα στην βάση και με βλαστούς όρθιους μέχρι και 3 μέτρα.
Φύλλα με 6-7 αβαθείς λοβούς.
Άνθη ανά 2 έως 7. Πέταλα 15-20 χιλ. ρόδινα ή ροδοκόκκινα με σκουρόχρωμες νευρώσεις.

Ετυμολογία:
Malva > malva (λατιν.). Η μαλάχη των αρχαίων, μολόχα.
cretica > Creta Κρήτη.
Lavatera  > γένος αφιερωμένο στον J.R. Lavater (18ος αιώνας), Ελβετό γιατρό και φυσιοδίφη από τη Ζυρίχη.