Οι φίλοι του μπλοκ

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Anacamptis sancta / Ορχιδέα η ιερή

Κατάπολα 04/05/2005


Η Anacamptis sancta [(L. 1759) R. M. Bateman, Pridgeon & M.W.Chase 1997]) εξαπλώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο από την Παλαιστίνη, το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Συρία, την Τουρκία μέχρι την Κύπρο, την Κρήτη και το Αιγαίο. Περιγράφτηκε το 1759 από την Χάϊφα και ονομάστηκε «ιερή», γιατί στην περιοχή βρίσκονται οι Άγιοι Τόποι του χριστιανισμού.
Στην Ελλάδα είναι σχετικά σπάνια στην Κρήτη και την Κάρπαθο, σχηματίζει μεγάλους πληθυσμούς στην Ρόδο, την Αμοργό και άλλα νησιά και γενικά είναι συχνή σε νησιά των Κυκλάδων, της Δωδεκανήσου και στα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου Ικαρία, Σάμο, Χίο και Λέσβο.
Η Anacamptis sancta (συνώνυμο: Orchis sancta) έχει στενή συγγένεια με την Orchis fragrans αλλά τα άνθη της είναι πολύ μεγαλύτερα, άστικτα, ρόδινα μέχρι λευκά. Το χείλος είναι τρίλοβο και οδοντωτό στις άκρες. Τα φύλλα στην εποχή της άνθησης έχουν ξεραθεί. Υβριδίζεται συχνά με τη συγενική της Anacamptis fragrans και μάλιστα έχει αποδώσει ένα υβρίδιο με σταθερά χαρακτηρηστικά, το Anacamptis x kallithea E. Klein.
Βιότοπος: ξηρά λιβάδια, φρύγανα, ανοικτό περιβάλλον, θαμνότοπους, υποβαθμισμένα ή υπερβοσκημένα εδάφη, σε υψόμετρα μέχρι 800 m.
Ανθίζει όψιμα από τα τέλη Απριλίου και μετά.

Ετυμολογία:
Anacamptis > ανά + κάμπτω (από την κάμψη των γυρεομαγματων προς τα πίσω).
sancta = ιερή.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2007

Crithmum maritimum Κρίταμο

Παραλία Αγίου Παντελεήμονα - Κατάπολα
02/09/2006


Το Crithmum maritimum, L. 1753, είναι μεσογειακό φυτό, ευρύτατα διαδεδομένο στην παραλιακή Ελλάδα.
Τοπική ονομασία: κρίταμο.
Βιότοπος: βράχια, τοίχοι και αμμουδιές, πάντα κοντά στη θάλασσα.
Eίναι πολυετές φυτό με βλαστούς διακλαδισμένους.
Τα σαρκώδη φύλλα του είναι επιμήκη και έχουν χαρακτηριστικό γλαυκό χρώμα.
Τα άνθη, που είναι λευκά σε πυκνό σκιάδιο, παρουσιάζονται το φθινόπωρο.

Από νωρίς οι αρχαίοι Έλληνες ξεχώρισαν αυτό το γλαυκό φυτό με τα λογχοειδή σαρκώδη φύλλα. Το ονόμασαν Κρήθμον γιατί οι σπόροι του μοιάζουν πολύ μ’ αυτούς του κριθαριού.
Το κρίταμο είναι πλούσιο σε μεταλλικά άλατα και βιταμίνη C και χρησιμοποιείται από τα παλιά χρονια ως σήμερα σαν διουρητικό. Η γειτνίαση του φυτού με τη θάλασσα του προσδίδει μια μάλλον έντονη αλμυρή γεύση, χαρακτηριστικό που του έδωσε το προσωνύμιο «αλμύρα».
Σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας συλλέγονται από τον Μάιο ως τον Ιούλιο τα σαρκώδη φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του φυτού για τη δημιουργία ενός νόστιμου τουρσιού που συνοδεύει ευχάριστα θαλασσινούς μεζέδες, ούζο και τσίπουρο.
Η παλιότερη αναφορά για τη χρήση αυτή του κρίταμου είναι από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος, πέρα από τις εμμηναγωγές και διουρητικές ιδιότητες του φυτού, αναφέρει πως «λαχανεύεται εφθόν τε και ωμόν εσθιόμενον, και ταριχεύεται δε εν άλμη» δηλαδή μπορεί να φαγωθεί βραστό ή ωμό καθώς επίσης και να παστωθεί στην άλμη.
Κατά τη συλλογή των φύλλων χρειάζεται προσοχή ώστε να μη ξεριζώνεται ολόκληρο το φυτό.

Ετυμολογία
Crithmum > κρήθμον > κριθή ==> για την ομοιότητα των σπερμάτων με αυτά της Κριθής (κριθαρού).
maritimum > mare = παραθαλάσσιο.

«κρῆθμον θαμνῶδές ἐστι βοτάνιον, ἀμφιλαφές, περὶ πῆχυν τὸ ὕψος, φυόμενον ἐν πετρώδεσι καὶ παραθαλασσίοις τόποις, φύλλοις περίπλεον λιπαροῖς καὶ ὑπολεύκοις...»
Διοσκουρίδης
.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Scolymus hispanicus / Σκόλυμος ο ισπανικός (ασκόλυμπρας)

Αρχαία Μινώα - 12/04/2007 Κατάπολα

Ο Scolymus hispanicus L. subsp. hispanicus είναι ευρωμεσογειακό φυτό με μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα.
Αμοργιανό όνομα: ασκόλυμπρας.
Βιότοπος: χέρσες τοποθεσίες, από την θάλασσα μέχρι την ημιορεινή ζώνη. 
Μονοετής πόα με διακλαδωμένους, πτερυγωτούς βλαστούς, πολύ αγκαθωτούς. 
Φύλλα πτερόλοβα με λοβούς αγκαθωτούς και λευκές νευρώσεις. Κεφάλια μασχαλιαία με αγκαθωτά βράκτια και ανθίδια γλωσσοειδή, κίτρινα. 
Ανθίζει από τον Μάϊο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Ετυμολογία:
Scolymus < σκόλυμος (φυτό που αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Αρίσταρχος).
hispanicus < Ισπανία

Ο ασκόλυμπρος φυτρώνει τον χειμώνα και από τον Ιανουάριο οι ρίζες (και οι τρυφεροί βλαστοί) του είναι βρώσιμες. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι ο σκόλυμος είναι «πόα αρτιφυής ούσα λαχανεύεται ώσπερ ασπάραγος». Οι ρίζες του γίνονται βραστές και πηγαίνουν πολύ καλά με το ριζότο. Οι αρχαίοι υποστήριζαν (Διοσκουρίδης, Πλίνιος) ότι η ρίζα του σκόλυμου έχει αποσμητικές ιδιότητες.
Στην ξέρη του βάση τού προηγούμενου χρόνου βγαίνει βρώσιμο μανιτάρι που στην Αμοργό λέγεται «ασκολυμπρίτης».


Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

Ferula communis subsp. glauca

Αρκεσίνη - Κάτω Μεριά, 06/04/2004

Η Ferula communis subsp. glauca [(L.) Rouy & E.G. Camus 1901], είναι μεσογειακό φυτό, με εξάπλωση στην κεντρική, νότια και νησιωτική Ελλάδα.
Τοπική ονομασία: άρτηκας
Βιότοπος: αγροί, ακαλλιέργητα χωράφια, άκρες δρόμων, βραχώδεις θέσεις, σε υψόμετρα 0-900 (-1300) μ.
Ο άρτηκας είναι πολυετές φυτό με μεγάλο, χοντρό, ελαφρύ, βλαστό και φύλλα πτεροσχιδή που μοιάζουν μ’ αυτά του μάραθου.
Τα κίτρινα άνθη είναι σε επάκρια, σφαιρικά σκιάδια που φέρουν μέχρι 40 ακτίνες.
Με τους ξεραμένους βλαστούς του άρτηκα έφτιαχναν παλιότερα αυτοσχέδια έπιπλα.
Το σαρκώδες περιεχόμενο των βλαστών καίγεται αργά και γι αυτό οι αρχαίοι τους χρησιμοποιούσαν σαν πυρσούς. Με έναν τέτοιο πυρσό έφερε, σύμφωνα με το μύθο, ο Προμηθέας τη φωτιά στους ανθρώπους.
Ανθίζει Μάρτιο - Μάιο.
Ετυμολογία:
Ferula < ferula ελαφρό ραβδί & νάρθηξ το φυτό.
communis = κοινή.
glauca < γλαυκή (λαμπρή, κυανοπράσινη) ==> από το χρώμα των φύλλων

«νάρθηξ· Ῥωμαῖοι φέρουλαμ.»
Διοσκουρίδης
Μάρμαρα - Κατάπολα, 10/08/2004

Δεκάδες άρτηκες στο Βουνί της Χώρας, 07/04/2004



Άνθος άρτηκα. Αρκεσίνη - Κάτω Μεριά, 29/03/2007

Άρτηκας με φόντο την Χώρα, 05/04/2004


Άρτηκας έξω από τον φούρνο της Χώρας, 07/04/2004
Άρτηκας στην Αρκεσίνη με φόντο μια συστάδα με σχίνους, 29/03/2007

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Asphodelus ramosus / Ασφόδελος


Ο Ασφόδελος ο πολύκλαδος (Asphodelus ramosus L.1753) έχει ευρύτατη εξάπλωση στην Μεσόγειο και στην Ελλάδα.
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: ασφόντηλας.
Είναι πολυετές γεώφυτο, έχει δηλαδή στο ρίζωμά του αποθηκευτικούς κονδύλους.
Βλαστός κυλινδρικός, κούφιος, διακλαδισμένος στην κορυφή. Φύλλα επιμήκη, τριγωνικά, συγκεντρωμένα στην βάση του βλαστού.
Φύεται γενικά σε υποβαθμισμένα εδάφη, πετρώδεις πλαγιές, βραχώδη εδάφη, θέσεις με ανθρωπογενή επιβάρυνση, άκρες δρόμων, ξηρά λιβάδια.
Άνθη με τέπαλα λευκά και κοκκινωπή νεύρωση στην μέση, σε επάκριους βότρεις.
Ανθίζει από τον Μάρτιο.

«ἀσφόδελος· οἱ δὲ ναρθήκιον, Ῥωμαῖοι ἀλβούκιουμ, Ἄφροι κύρα.» (Διοσκουρίδης)

Ετυμολογία:
Asphodelus > ασφόδελος (αβέβαιας ετυμολογίας)
ramosus > ramus (κλάδος, κλαδί) = πολύκλαδος.

«ἀσφόδελος· φυτὸν τοῖς πλείστοις γνώριμον, φύλλον ἔχον πράσῳ μεγάλῳ ἐοικός, καυλὸν δὲ λεῖον, ἔχοντα ἐπ' ἄκρου ἄνθος, καλούμενον ἀνθερικόν. ῥίζαι δὲ ὕπεισιν ἐπιμήκεις, στρογγύλαι, βαλάνοις ὅμοιαι, δριμεῖαι τὴν γεῦσιν, καὶ τὴν δύναμιν θερμαντικαί. κινοῦσι δὲ καὶ οὔρησιν καὶ ἔμμηνα ποθεῖσαι, ἰῶνται καὶ πλευρᾶς ἀλγήματα καὶ βῆχας καὶ σπάσματα καὶ ῥήγματα δραχμῆς μιᾶς τὸ πλῆθος τῆς ῥίζης ἐν οἴνῳ πινομένης.»
Διοσκουρίδης