Οι φίλοι του μπλοκ

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Το Cyclamen hederifolium subsp. crassifolium

Θεολόγος 15/11/2009 Κρίκελος

Το Cyclamen hederifolium subsp. crassifolium [(Hildebr.) Culham & al.] είναι ενδημικό Κυκλάδων, Στερεάς, Πελοποννήσου και Ιονίου.
Βιότοπος: δροσερές και σκιερές τοποθεσίες σε δάση, χαράδρες και ρεματιές.
Φύλλα παρόμοια μ΄ αυτά του κισσού (hedera) απ' όπου και το όνομα. Τα φύλλα εμφανίζονται μαζί με τα άνθη ή αμέσως μετά.
Κόνδυλος πολύ μεγάλος, πεπλατυσμένος, χωρίς χοντρές ρίζες.
Άνθη ανοιχτορόδινα, σκούρα με προεξοχές στη στεφάνη.
Ανθίζει το φθινόπωρο μέχρι νωρίς τον χειμώνα.
Ετυμολογία
Cyclamen < κυκλάμινος > κύκλος - από τους τέλειους κύκλους που κάνουν οι καρποφόροι βλαστοί και η στεφάνη.
hederifolium < hedera (λατιν) κισσός + folium (λατιν.) φύλλο = κισσόφυλλο
crassifolium < crassus παχύς, λιπαρός + folium φύλλο ==> από την λιπαρή υφή των φύλλων.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Lactuca acanthifolia

Λαγκάδα 15/11/2009

Η Lactuca acanthifolia (Willd.) Boiss. 1875 είναι φυτό της Ανατολικής Μεσογείου με εξάπλωση στην νότια και νησιωτική Ελλάδα.
Συνώνυμο: Lactuca amorgina Halácsy 1899
Τυπικό πολυετές χασμόφυτο, που φύεται μέσα ρωγμές και προεξοχές ασβεστολιθικών βράχων, με έντονο ξυλώδες απόθεμα με φύλλα παραμένοντα.
Τα φύλλα της βάσης σχηματίζουν ρόδακα, είναι ελαφρώς σαρκώδη με οδοντωτούς λοβούς και αραχνοειδές τρίχωμα στην βάση των μίσχων.
Βλασός έως 1 μέτρο, υπόλευκο.
Άνθη κίτρινα
Ανθίζει Ιούνιο - Σεπτέμβριο, ενίοτε μέχρι και τα μέσα του φθινόπωρου.

Ετυμολογία:
Lactuca > lac, láctis, γάλα - για τον άφθονο λευκό χυμό που έχουν είδη του γένους - μαρούλι, θρίδαξ.
acanthifolia > άκανθα + folium φύλλο. 


Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Sternbergia lutea

Θεολόγος (Αιγιάλη) 15/11/2009 Κρίκελος

Η Στερνμπέργκια η κίτρινη [Sternbergia lutea (L.) Ker Gawl. ex Spreng. 1825] είναι μεσογειακό γεώφυτο.
Έχει μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Δυτική Μακεδονία.
Έχει ευρεία εξάπλωση στην Αμοργό, στολίζοντας το φθινόπωρο κυρίως βραχώδεις θέσεις.
Ανάλογα με τις περιοχές ονομάζεται κρινάκι, κίτρινο κρινάκι, λαλές, αγριολαλές και αγριόκρινος.
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: πούλα
Είναι πολυετής, πόα με βολβοειδές ρίζωμα, φύλλα λογχοειδή, στενόμακρα, ανεπτυγμένα κατά την άνθιση. Ανθίζει το φθινόπωρο. Άνθη κίτρινα, με 6 λογχοειδή τέπαλα μήκους μέχρι 6 εκατοστά. Στην βάση τους έχουν μία μεμβρανώδη σπάθη.Μοιάζει με κρόκο αλλά διαφέρει στους ανθήρες, τους βιότοπους κλπ και άλλωστε ανήκει σε άλλη βοτανική οικογένεια.
Φύεται κυρίως σε πετρώδεις τοποθεσίες. Συχνά καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. 


Ετυμολογία:
Sternbergia > είδος αφιερωμένο στον Caspar (Kaspar) Maria von Sternberg (1761-1838), Βοημό βοτανικό που θεωρείται ιδρυτής του κλάδου της Παλαιοβοτανικής
lutea = κίτρινη.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Pleurotus eryngii var. ferulae - αρτηκίτης

Ηρακλειά 17/11/2009


Το μανιτάρι Pleurotus eryngii var. ferulae φυτρώνει στην βάση των ξεραμένων βλαστών του άρτηκα - νάρθηκα (Ferula communis), γι' αυτό και ονομάζεται «αρτηκίτης» στην Αμοργό και στην Ηρακλειά. Για τον ίδιο λόγο, επιστημονικά συνιστά την ποικιλία (var.) ferulae. Παίρνοντας πλούσια θρεπτικά συστατικά από την ψύχα του άρτηκα, πολλές φορές ο αρτηκίτης παίρνει γιγιαντιαίες διαστάσεις και μεγάλο βάρος. Σε παλιά καφενεία της Χώρας και της Αιγιάλης, υπάρχουν κρεμασμένοι στους τοίχους τεράστιοι αποξηραμένοι αρτηκίτες.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Buteo buteo - γερακίνα

Χώρα 14/11/2009

Η γερακίνα (Buteo buteo) είναι ημερόβιο μεσαίου μεγέθους αρπακτικό πουλί με εξάπλωση σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική.
Είναι από τα μεγαλύτερα είδη των γερακιών (γερακίνες, γεράκια, κίρκοι, ξεφτέρια, σαΐνια, πετρίτες, κιρκινέζια) με μήκος κοντά στα 60 εκατοστά, άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,3 μέτρα και βάρος μέχρι και 1,2 κιλά.
Ο βιότοπός της είναι μικρά δάση με γειτονικά λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες.
Τρέφεται με μικρά θηλαστικά και κυρίως ποντίκια αλλά και με πουλιά, ερπετά, αμφίβια, ασπόνδυλα και νεκρά ζώα.
Ετυμολογία
Buteo < buteo (-onis) είδος γερακιού. Αρχαίο όνομα τρίορχος & τριόρχης).
Γερακίνα < γεράκων (μεσν) < ιεράκιον < ιέραξ (αρχ.).

«Τῶν δ' ἱεράκων κράτιστος μὲν ὁ τριόρχης, δεύτερος δ' ὁ αἰσάλων, τρίτος ὁ κίρκος…» (Αριστοτέλης)

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Emperiza calandra τσιφτάς, καμποτσίχολονο

Χώρα 23/11/2007

Το καμποτσίχλονο (Emperiza calandra) ζει σε ανοιχτά εδάφη με σκόρπια δέντρα, θάμνους και φράχτες. Τα καμποτσίχλονα των φωτογραφιών έχουν καθίσει σ' ένα θάμνο και στεγνώνουν τα φτερά τους, μετά από ένα μπάνιο που έκαναν σε μια λούτσα που άφησε μια φθινοπωρινή βροχή. Τα καμποτσίχλονα είναι αγελαία πουλιά.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Narcissus obsoletus

Βρούτση 10/10/2006

Ο Νάρκισσος ο παλαιός [Narcissus obsoletus, (Haw.) Spach 1846] είναι ο πρώτος που ανθίζει το φθινόπωρο. Εξαπλώνεται στα νησιά και την νότια Ελλάδα.
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: αγριομαρτακούδι
Μικρό βολβώδες φυτό, με μακρύ στρογγυλό βλαστό με ένα άνθος. Τα φύλλα συνήθως απουσιάζουν κατά την άνθηση ή μόλις αναπτύσσονται.
Βιότοπος: λιβάδια, ελαιώνες, παλιά χωράφια, πετρώδεις θέσεις σε χαμηλά και μέσα υψόμετρα.
Άνθη: μικρά, με διάμετρο μέχρι 3 εκατοστά. Πολύ αρωματικά.
Άνθιση από τις αρχές Οκτωβρίου.

Ετυμολογία:
Narcissus > νάρκισσος, όνομα φυτού από το νεολιθικό υπόστρωμα της ελληνικής γλώσσας. Ο Πλίνιος παρετυμολογεί από την «νάρκη» (λατ. narce) λόγω του μεθυστικού αρώματος των ανθέων. Νάρκισσος: μυθολογικός πανέμορφος νέος που πέθανε στον Ελικώνα της Βοιωτίας μένοντας να θαυμάζει το πρόσωπό του στο νερό μιας πηγής.
obsoletus, -a, -um > obsolesco παλαιούμαι = παλαιός.



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Monticola solitarius - γαλαζοκότσυφας

Ρίχτι 29/09/2007 Richti

Μόνιμος κάτοικος Αμοργού είναι ο γαλαζοκότσυφας (Monticola solitarius), που στην ντοπιολαλιά ονομάζεται «νέρουλας». Ο αρσενικός, όπως αυτός της φωτογραφίας, έχει κυανότεφρο φτέρωμα. Ζει σε βραχώδεις περιοχές με λίγη βλάστηση. Φωλιάζει σε σχισμές βράχων και σε τρύπες κτιρίων, όπως μερικοί «νέρουλες» - γαλαζοκότσυφες που έχουν τις φωλιές τους σε παλιά σπίτια στο Ξυλοκερατίδι των Καταπόλων.


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Ορχιδέα του Αιόλου - Ophrys aeoli

Αμοργός 19/04/2009
photo (c) Helmut Presser

Η Οφρύς του Αιόλου (Ophrys aeoli, P. Delforge 1997) είναι ενδημική ορχιδέα της Αμοργού και της Αστυπάλαιας. Περιγράφτηκε το 1997 από τα Κατάπολα της Αμοργού.
Ο Βέλγος ερευνητής Πιέρ Ντελφόρζ για την ονομασία της ανέτρεξε στην ελληνική μυθολογία και της έδωσε το όνομα του Αίολου, θεού των ανέμων.
Συνώνυμο: Ophrys holoserica subsp. aeoli.
Ξεχωρίζει με τα ωχρορόδινα σέπαλα, τα μικρά πέταλα και την πολύ σκούρα στιγματική κοιλότητα.
Φύεται σε ηλιόλουστες θέσεις, πετρώδεις τοποθεσίες και ξηρά εδάφη.
Ο επικονιαστής της είναι άγνωστος.
Για τις Κυκλάδες έχει σχετικά όψιμη άνθηση, από τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο.

Ετυμολογία:
Ophrys > Οφρύς (φρύδι). Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια χαρακτηριστικά του γένους Ophrys αναφέρεται το όνομα ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο γλωσσικής παρερμηνείας
aeoli > Αίολος, θεός του ανέμου.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Carduelis cannabina φανέτο

Κρίκελος (Θεολόγος) 26/09/2007 mount Krikelos (Theologos)

Το φανέτο (Carduelis cannabina) προτιμά τους θαμνότοπους, όπου και φωλιάζει. Ανήσυχο και δραστήριο.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Galerida cristata κορυδαλλός

Όρμος Αιγιάλης 23/11/2007 Aegiali (Ormos)

Ο κορυδαλλός (Galerida cristata), που το κοινό του όνομα είναι «κατσουλιέρης», στην Αμοργό λέγεται «τρουτσουλίτης». Ξεχωρίζει από το αρκετά μακρύ και ανασηκωμένο λοφίο του. Μόνιμος κάτοικος Αμοργού, όπως ο εικονιζόμενος που κάνει το αμμόλουτρό του.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Crithmum maritimum

Θολάρια (Ψιλή Άμμος) 27/09/2007 Tholaria


Το Crithmum maritimum, L. 1753, είναι μεσογειακό φυτό, ευρύτατα διαδεδομένο στην παραλιακή Ελλάδα.
Τοπική ονομασία: κρίταμο.
Βιότοπος: βράχια, τοίχοι και αμμουδιές, πάντα κοντά στη θάλασσα.
Eίναι πολυετές φυτό με βλαστούς διακλαδισμένους.
Τα σαρκώδη φύλλα του είναι επιμήκη και έχουν χαρακτηριστικό γλαυκό χρώμα.
Τα άνθη, που είναι λευκά σε πυκνό σκιάδιο, παρουσιάζονται το φθινόπωρο.

Από νωρίς οι αρχαίοι Έλληνες ξεχώρισαν αυτό το γλαυκό φυτό με τα λογχοειδή σαρκώδη φύλλα. Το ονόμασαν Κρήθμον γιατί οι σπόροι του μοιάζουν πολύ μ’ αυτούς του κριθαριού.
Το κρίταμο είναι πλούσιο σε μεταλλικά άλατα και βιταμίνη C και χρησιμοποιείται από τα παλιά χρονια ως σήμερα σαν διουρητικό. Η γειτνίαση του φυτού με τη θάλασσα του προσδίδει μια μάλλον έντονη αλμυρή γεύση, χαρακτηριστικό που του έδωσε το προσωνύμιο «αλμύρα».
Σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας συλλέγονται από τον Μάιο ως τον Ιούλιο τα σαρκώδη φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του φυτού για τη δημιουργία ενός νόστιμου τουρσιού που συνοδεύει ευχάριστα θαλασσινούς μεζέδες, ούζο και τσίπουρο.
Η παλιότερη αναφορά για τη χρήση αυτή του κρίταμου είναι από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος, πέρα από τις εμμηναγωγές και διουρητικές ιδιότητες του φυτού, αναφέρει πως «λαχανεύεται εφθόν τε και ωμόν εσθιόμενον, και ταριχεύεται δε εν άλμη» δηλαδή μπορεί να φαγωθεί βραστό ή ωμό καθώς επίσης και να παστωθεί στην άλμη.
Κατά τη συλλογή των φύλλων χρειάζεται προσοχή ώστε να μη ξεριζώνεται ολόκληρο το φυτό.

Ετυμολογία
Crithmum > κρήθμον > κριθή ==> για την ομοιότητα των σπερμάτων με αυτά της Κριθής (κριθαρού).
maritimum > mare = παραθαλάσσιο.

«κρῆθμον θαμνῶδές ἐστι βοτάνιον, ἀμφιλαφές, περὶ πῆχυν τὸ ὕψος, φυόμενον ἐν πετρώδεσι καὶ παραθαλασσίοις τόποις, φύλλοις περίπλεον λιπαροῖς καὶ ὑπολεύκοις...»
Διοσκουρίδης
.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Colchicum variegatum

Χώρα 27/09/2007

Το Colchicum variegatum L. 1753, είναι φυτό των Κυκλάδων, των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δ-ΝΔ Μικράς Ασίας.
Τα πρώτα αγριολούλουδα που ανθίζουν στην Αμοργό το φθινόπωρο, από τα τέλη Σεπτεμβρίου στα ορεινά, είναι τα κολχικά, που αποδίδουν όμορφα ρόδινα κρινάκια. Πρόκειται για βολβόριζα φυτά, που μοιάζουν με τους κρόκους αλλά δεν έχουν καμία σχέση μ' αυτούς.Είναι δηλητηριώδη σε όλα τα μέρη του φυτού, με την κολχικίνη να αποτελεί ένα δραστικό δηλητήριο. Σϋμφωνα με την μυθολογία, με ένα τέτοιο δηλητήριο η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της στην Κολχίδα και γι' αυτό τα φυτά αυτά ονομάστηκαν κολχικά, τα οποία στην Ελλάδα εμφανίζονται με πάνω από 20 είδη.
Το Colchicum variegatum είναι από τα ωραιότερα κολχικά με μεγάλα κομψά άνθη, διακοσμημένα με ρόδινους ρόμβους που δίνουν την εικόνα ενός ψηφιδωτού-μωσαϊκού. Μοιάζει πολύ με το Colchicum macrophyllum, που προτιμά όμως γόνιμα και σκιερά εδάφη σε Κρήτη και Δωδεκάνησα. Τα φύλλα και των δύο ειδών βγαίνουν μετά την άνθιση, την άνοιξη. Το Colchicum variegatumum είναι ο πρόγονος του καλλιεργούμενου Colchicum agrippinum.
Το Colchicum variegatum έχει βολβό διαμέτρου 3-5 εκ., ωοειδή με εξωτερικούς χιτώνες μαύρους ή σκούρους καφέ. Άνθη 1-3, με εύκαμπτο σωλήνα και με φωτεινό ιώδες-πορφυρό χρώμα και εμφανή ψηφιδοποίης.
Βιότοπος: φρύγανα, βραχώδεις και πετρώδεις πλαγιές σε υψόμετρα 0-1200 μ.
Άνθιση: Σεπτέμβριος - Νοέμβριος.

Ετυμολογία:
Colchicum > Κολχίς (αρχαία όνομα της σημερινής Γεωργίας). Κατά τον Διοσκουρίδη, το κολχικό φύτρωνε άφθονο στην Κολχίδα και την Μεσσηνία.
variegatum > vario (ποικίλω) = ποικίλο, διάστικτο.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Carduelis carduelis καρδερίνα

Χώρα 22/11/2007 Βαλσαμίτης

Η καρδερίνα (Carduelis carduelis) είναι κοινή το καλοκαίρι, όταν έρχεται στην Ελλάδα για να φωλιάσει. Στις ζεστές και νότιες περιοχές, όπως η Αμοργός, παραμένει και τον χειμώνα. Ωδικό πτηνό που φτάνει σε μήκος τα 12 εκατοστά. Όμορφο με τα χρώματά του και δημοφιλές.

Χώρα 22/11/2007 Chora

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Drimia numidica - maritima

25/09/2007

Η Δριμία η νουμιδική (Drimia numidica (Jord. & Fourr.) J.C.Manning & Goldblatt 2004) είναι βολβώδες μεσογειακό φυτό, οινό φυτό και πλατιά διεσπαμένο φυτό στην Ελλάδα.
Συνώνυμα: Urginea maritima L. (Baker) 1873 // Drimia maritima (L.) Stearn 1978.
Κοινά ονόματα: κρεμμύδα, σκιλλοκρεμμύδα.
Λαϊκό όνομα στην Αμοργό: «σκιλλοκρεμμύδα», «κρομμυδοσκέλλα» και «ασκέλλα», με κυρίαρχο το αρχαίο «σκίλλη».
Βιότοπος: Βραχώδεις ασβεστολιθικές θέσεις, διάκενα δασών, περιστασιακά σε ελαιώνες, σε υψόμετρα 0-800 μ.
Ο βολβός της σκιλλοκρεμύδας είναι ογκώδης και φτάνει σε διάμετρο τα 15 εκατοστά. Σε πολλά σημεία στην Αμοργό ο μισός βολβός είναι πάνω από το έδαφος, είτε γιατί έχει φυτρώσει στην σχισμή κάποιου βράχου είτε γιατί έχει αποπλυθεί το χώμα γύρω του από κάποιο καλοκαρινό μπουρίνι.
Τα φύλλα της είναι λεία, πλατιά και λογχοειδή. Βγαίνουν την άνοιξη σε δέσμη αλλά το καλοκαίρι ξεραίνονται και πέφτουν, λίγο πριν από την άνθηση.
Ο ανθοφόρος βλαστός είναι όρθιος, λεπτός, άφυλλος και κοκκινωπός. Τα άνθη, που σχηματίζουν πυκνή και μακρόστενη ταξιανθία, έχουν τέπαλα λευκά με ρόδινο νεύρο. Παρά το κατά καιρούς όνομά της (maritima - παράλια), η σκιλλοκρεμμύδα βγαίνει παντού και σ' όλα τα εδάφη και φυσικά στα αλατώδη δίπλα στην θάλασσα.
Είναι φυτό δηλητηριώδες αλλά χρησιμοποείται σε πολλές φαρμακευτικές εφαρμογές, ήδη από την αρχαιότητα. Είναι βέβαια και αγαπητό, γιατί θεωρείται σύμβολο καλοτυχίας γι' αυτό και συνεχίζουμε να το κρεμάμε έξω από τις πόρτες την Πρωτοχρονιά. Φαίνεται ότι η συνήθεια αυτή είναι αρχαία, γιατί το ίδιο έκανε και ο Πυθαγόρας ως αλεξιφάρμακο.
Ο Γάλλος περιηγητής Σονινί (Sonnini de Manoncourt) στο ελληνικό χρονικό του γράφει ότι το 1779 που επισκέφθηκε την Αμοργό έμποροι από την Αγγλία φόρτωναν καραβιές με «εγγλέζικο χόρτο» (είδος βαφικού λειχήνα που απέδιδε κόκκινο χρώμα) και σκιλλοκρεμύδες που, όπως γράφει, «είναι ένα φυτό που φυτρώνει ανάμεσα στους βράχους και θεραπεύει τους λειχήνες (έρπητες)».
Ο ίδιος ο Σονινί είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τα λαμπρά αποτελέσματα της θεραπείας. Και γράφει πως χρησιμοποιούσαν οι νησιώτες τις σκιλλοκρεμμύδες. Έκοβαν ένα κομμάτι από τον βολβό κι έτριβαν με αυτό εκείνο το σημείο του δέρματος που έπασχε, αφού προηγουμένως το χάραζαν για να απορροφήσει καλύτερα τον χυμό. Έτσι εξαφανίζονταν εντελώς οι έρπητες.
«Αλλά στην χώρα των δεισιδαιμονιών», γράφει ο Σονινί, «δεν περιορίζονται μόνο στις εφαρμογές που επιβάλει η πρακτική εμπειρία. Αποδίδουν στην σκιλλοκρεμμύδα και την ιδιότητα να διατηρεί τα δόντια λευκά και ολόγερα. Τρίβοντάς τα με τον βολβό; Όχι. Μόλις δεις σκιλλοκρεμμύδα να φυτρώνει γονατίζεις και δαγκώνεις το φυλλαράκι που προβάλλει από το χώμα, άσπρο όπως είναι με μαύρες βούλες».
Το όνομα της σκιλλοκρεμμύδας είναι αρχαίο. Προέρχεται από την «σκίλλη». Ο Σονινί μας πληροφορεί ότι στα νησιά του Αιγαίου την ονόμαζαν επίσης «κουβαρόσκιλλα» και «αρχιδόσκιλλα», διατηρώντας βέβαια κυρίαρχο το αρχαίο όνομα «σκίλλη».

Ετυμολογία:
Drimia > δριμύς ==> αναφορά στις ουσίες του βολβού που μπορεί να ερεθίσουν το δέρμα.
numidicus, a, um > Numidia Νουμιδία, όνομα ρωμαΐκής επαρχίας στην Βόρεια Αφρική, που σήμερα αντιστοιχεί στην ΒΑ Αλγερία.
Urginea > από το όνομα της αλγερινής φυλής Ben Urgin.
maritimus a, um > mare = παραθαλάσσιος.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Phylloscopus trochilus θαμνοφυλλοσκόπος

Όρμος Αιγιάλης 29/09/2007 Aegiali (Ormos)

Ο θαμνοφυλλοσκόπος (Phylloscopus trochilus) είναι κοινός στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου και αναπαράγεται. Είναι άφθονος και στην Ελλάδα άνοιξη και φθινόπωρο που μεταναστεύει. Ο θαμνοφυλλοσκόπος της φωτογραφίας τσιμπολογάει ένα μάραθο στην παραλία της Αιγιάλης.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Pistacia lentiscus

Χώρα 25/09/2009

Ο σχίνος (Pistacia lentiscus L. 1753) είναι βασικό είδος της μεσογειακής θαμνώδους βλάστησης (μακίας, γκαρίγκ), με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα σε υψόμετρα 0-400 (-900) μ.
Κοινό όνομα: σχίνος (ο), σχίνο (το).
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: σχινιά (η).
Ο σχίνος είναι αειθαλές, αρωματικό δέντρο ή θάμνος με ωραίο πράσινο φύλλωμα, πολύ κοινό στην ελληνική φύση. Τα φύλλα είναι σύνθετα με 2-5 ζεύγη ελλειψοειδή φυλλάρια, λεία στην πάνω, πιο θαμπά στην κάτω πλευρά. Φυτό δίοικο με θηλυκά άνθη κίτρινα και αρσενικά σκουροκόκκινα.
Καρποί μικροί, σφαιρικοί, κόκκινοι στην αρχή, μαύροι στην ωρίμανση.Το φθινόπωρο οι καρποί τους (το σχινικούκι) αποτελούν τροφή για τα κατσίκια, σε μιαν εποχή που η φυσική τροφή είναι λιγοστή.
Ανθίζει Μάρτιο - Απρίλιο

*** Η ποικιλία chia (P. Ientiscus var. chia), που ευδοκιμεί στην Χίο, είναι το δέντρο που δίνει την περίφημη μαστίχα
Τα μαστιχόδεντρα στην Χίο αποτελούν την καλλιεργημένη (με πολύ κόπο και εμπειρία) μορφή του σχίνου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας την συμβουλή του καθηγητή Θ. Ορφανίδη, το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος έκανε μια προσπάθεια να εισαχθεί η μαστιχοκαλλιέργεια και στην Ελλάδα (τότε η Χίος ήταν εκτός ελληνικής επικράτειας). Έγιναν καλλιέργειες σε διάφορα μέρη και μόνο στην Αμοργό και την Αντίπαρο είχε επιτυχία η μετατροπή των σχίνων σε μαστιχόδενδρα. Η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, γιατί από το 1912-13 η ελληνική επικράτεια υπερτριπλασιάστηκε και η Χίος ενώθηκε με την Ελλάδα.

Ετυμολογία:
Pistacia > πιστάκη (ονομασία φυτού που χρησιμοποιεί ο Νίκανδρος το 200 π.Χ. - πιστάκιον, το φυστικί), πιθανό δάνειο από κάποια ανατολική γλώσσα - μάλλον από την περσική pistáh + «-ακ», ουρανικό επίθημα
lentiscus > η λατινική ονομασία για τον σχίνο. 

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Phalacrocorax aristotelis θαλασσοκόρακας

Κατάπολα 24/11/2007 Katapola

Θαλασσοκόρακες (Phalacrocorax aristotelis) έχει πολλούς η Αμοργός. Μπορεί να τους δει κάποιος στο στενό Νικουριάς και Αμοργού ή ανάμεσα στην Καλοταρίτισσα και το Κισσήρι να ψαρεύουν ή να λιάζονται σε ξέρες και βράχια. Γενικά, οι θαλασσοκόρακες δεν φοβούνται την ανθρώπινη παρουσία αλλά αυτοί οι νεαροί θαλασσοκόρακες το... παράκαναν. Εισέβαλαν για να ψαρέψουν μέσα στο λιμάνι των Καταπόλων, προσφέροντας ένα από τα πιο ευχάριστα θεάματα.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Saxicola rubicola μαυρολαίμης

Χώρα 10/04/2007 Chora

Ο μαυρολαίμης (Saxicola torquata υποείδος rubicola), ως επιδημητικό πουλί, είναι μόνιμος κάτοικος Αμοργού. Αυτός ο αρσενικός μαυρολαίμης φωτογραφήθηκε δίπλα στην Χώρα, στην αρχή του μονοπατιού που από τις Μηλιές πάει στα Κατάπολα.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Pisum sativum - κατσούνι

Άνθος από κατσούνι (Pisum sativum) σε φωτογραφία του Γιάννη Γαβαλά από την Ηρακλειά

Ένα από τα προϊόντα της Αμοργού που ξεχωρίζουν είναι το κατσούνι, από το οποίο παρασκευάζεται η περίφημη αμοργιανή φάβα. Χλωριδικά το κατσούνι ανήκει στην μεγάλη υποοικογένεια των ψυχανθών (LEGUMINOSAE,) που περιλαμβάνει την σόγια, την φακή, τα φασόλια, τα ρεβύθια κ.α. Πιστευόταν ότι προέρχεται από μια μορφή λαθουριού (Lathyrus sp.), ίσως γιατί η πιο γνωστή φάβα της Σαντορίνης προέρχεται από λαθούρι (Lathyrus clymenum). Πρόσφατες έρευνες του Εργαστηρίου Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών έδειξαν ότι το κατσούνι αποτελεί μια ποικιλία του αρακά (Pisum sativum). Η δημιουργία αυτής της σπάνιας ποικιλίας είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας επιλογής και εξέλιξης (από την προϊστορική ήδη εποχή) που συνέβη και συνεχίζεται μόνο στην Αμοργό και από το 1850 σε Δονούσα, Σχινούσα και Ηρακλειά.

Κατσούνι ονομάζεται σε πολλά νησιά του Αιγαίου ένα είδος μαχαιριού ή δρεπανιού, που έχει σχήμα ημισελήνου. Από αυτό το αγροτικό εργαλείο θερισμού ή από την μορφή της κάψας που περικλείει τα σπέρματα, πήρε το όνομά του και το φυτό, από το οποίο παράγεται η αμοργιανή φάβα. «Κατσούνι» είναι και το όνομα πολλών παραλιών σε νησιά του Αιγαίου (Ρόδος, Σαντορίνη, Ψαρά), που έχουν παρόμοιο ημισεληνοειδές σχήμα.

Pisum sativum
Lathyrus clymenum





Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Artemisia arborescens / Τα Θολάρια και οι αψιθιές


Τα Θολάρια ήταν άριστα καλλιεργημένα με χτιά και το γεγονός αυτό το αναφέρουν με θαυμασμό οι ξένοι περιηγητές και οι ερευνητές. Ένα μεγάλο τμήμα των χωραφιών έχει εγκαταλειφθεί αλλά ακόμα και σήμερα τα Θολάρια έχουν τις ξερικές τους καλλιέργειες. Στις παρυφές των χωραφιών παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Παντού φυτρώνουν αψιθιές και το ασημοπράσινο χρώμα τους κυριαρχεί, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία.

Στα Θολάρια η αψιθιά δεν φαίνεται να είχε καμία ιδιαίτερη χρησιμότητα. Ούτε και σήμερα έχει. Με δυσκολία την τρώνε τα ζώα. Το επιστημονικό όνομα του φυτού είναι «αρτεμισία» (Artemisia arborescens). Η αψιθιά είναι γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη και θεωρείται ένα από τα πιο αρωματικά φυτά παρά την πικρή της γεύση. Το αρχαίο της όνομα ήταν «άψινθος» που είναι πανάρχαια λέξη (όπως ο λαβύρινθος). Στην αρχαία Ελλάδα την ονόμαζαν και αρτεμισία, προς τιμήν της θεάς Άρτεμης.

Η αψιθιά συναντιέται σε ξερά εδάφη και από ξηρότητα τα Θολάρια άλλο τίποτα. Είναι θάμνος με όμορφα κίτρινα λουλούδια, που ανθίζουν από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο.

Η αψιθιά χρησιμοποιείται στον αρωματισμό ποτών -κυρίως του βερμούτ- και διαφόρων λικέρ, στην αρτοποιία, την ζαχαροπλαστική και την φαρμακοποιία. Είναι γνωστό ότι το αψέντι (κρασί αρωματισμένο με αψιθιά) είναι τοξικό για το νευρικό σύστημα όταν χρησιμοποιείται υπερβολικά. Γενικά πρέπει να είναι προσεκτική η χρήση του αφεψήματος της αψιθιάς, γιατί μπορεί να προκαλέσει διάφορες διαταραχές όπως πονοκεφάλους, σπασμούς και καρδιολογικές διαταραχές. Πάντως, η χρήση της αψιθιάς στην μαγειρική είναι πιο ασφαλής και είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται φρέσκια και όχι ξερή. Μπορεί να διατηρηθεί αποξηραμένη σε γυάλινα βαζάκια ή ακόμη σε ένα μπουκάλι ξύδι.

Στην αρχαία Ρόδο, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, έφτιαχναν ένα ποτό με βάση την αψιθιά και άλλα αρωματικά φυτά και το έβαζαν στο κρασί για να μειώσουν το μεθύσι στους διαγωνισμούς οινοποσίας. Το εκχύλισμα αυτό, γράφει ο Αριστοτέλης, το έκαναν με αψιθιά, γλυκάνισο, χρυσάνθεμο, κάρδαμο και κανέλα και υποστηρίζει ότι «εμποδίζει την μέθη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτονώνει ακόμα και την ερωτική επιθυμία ηρεμώντας τα πνεύματα». Με άλλα λόγια έκαναν ένα είδος ναρκωτικού.

Παρεμφερές με το ποτό που αναφέρει ο Αριστοτέλης είναι και το σύγχρονο «αψέντι». Το αψέντι είναι κατά κάποιο τρόπο παιδί της Γαλλικής Επανάστασης. Πρωτοφτιάχτηκε το 1797 και περιείχε μείγμα βοτάνων με βάση την αψιθιά, το μελισσόχορτο, το γλυκάνισο κ.α. Στο Παρίσι έγινε το αγαπημένο ποτό των μποέμ και των σουρεαλιστών.

Το εκχύλισμα της αψιθιάς είναι ένα συστατικό που σε μεγάλες ποσότητες είναι τοξικό για το νευρικό σύστημα και γι' αυτό παρομοιάζεται και συνδυάζεται με τις παρενέργειες των ναρκωτικών ουσιών. Με βάση αυτό το δεδομένο, η κατανάλωση του αψεντιού με μεγάλη ποσότητα σε αψινθίνη απαγορεύτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και την Αμερική.

Το 1988 προωθήθηκε η άρση της απαγόρευσης του αψεντιού, θέτοντας ανώτερα επιτρεπτά όρια στην περιεκτικότητα της αψιθιάς. Τα όρια αυτά υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε νόμος που να απαγορεύει την παρασκευή και την κατανάλωση του αψεντιού, αν και για μεγάλα διαστήματα η εισαγωγή του γινόταν παράνομα. Το αψέντι συνεχίζει να είναι απαγορευμένο στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη η σημερινή εκδοχή του είναι ελαφριά, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη, με αφετηρία την Τσεχία, απειλεί να αντικαταστήσει όλα τα άλλα εθνικά ποτά.

Εκχυλίσματα από αψιθιά χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ασία και την Αφρική ως φάρμακα κατά της ελονοσίας. Στην σύγχρονη βιολογική γεωργία η βρασμένη αψιθιά χρησιμοποιείται για να καταπολεμήσει με ψεκασμούς τις αφίδες, τα μυρμήγκια, τα κάρεα, την καρπόκαψα, την κάμπια του λάχανου κ.λπ...

Απ' όλη την Αμοργό, η αψιθιά (Artemisia arborescens) φυτρώνει μόνο στην Αιγιάλη και στα Θολάρια και μάλιστα κυριαρχεί. Οι Θολαριανοί δεν φαίνεται να την εκμεταλλεύτηκαν ποτέ. Ίσως γιατί κάνουν ωραίο λιαστό κρασί...

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Buteo buteo γερακίνα

Χώρα 24/11/2007

Η γερακίνα (Buteo buteo) είναι ημερόβιο μεσαίου μεγέθους αρπακτικό πουλί με εξάπλωση σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική.
Είναι από τα μεγαλύτερα είδη των γερακιών (γερακίνες, γεράκια, κίρκοι, ξεφτέρια, σαΐνια, πετρίτες, κιρκινέζια) με μήκος κοντά στα 60 εκατοστά, άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,3 μέτρα και βάρος μέχρι και 1,2 κιλά.
Ο βιότοπός της είναι μικρά δάση με γειτονικά λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες.
Τρέφεται με μικρά θηλαστικά και κυρίως ποντίκια αλλά και με πουλιά, ερπετά, αμφίβια, ασπόνδυλα και νεκρά ζώα.
Ετυμολογία
Buteo < buteo (-onis) είδος γερακιού. Αρχαίο όνομα τρίορχος & τριόρχης).
Γερακίνα < γεράκων (μεσν) < ιεράκιον < ιέραξ (αρχ.).

«Τῶν δ' ἱεράκων κράτιστος μὲν ὁ τριόρχης, δεύτερος δ' ὁ αἰσάλων, τρίτος ὁ κίρκος…» (Αριστοτέλης).


02/04/2007

02/04/2007

02/04/2007

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Monachus monachus - Οι φώκιες στην Αμοργό

Η είδηση είναι παλιά. Του 1992. Αλλά την θυμίζουμε, γιατί είναι η μοναδική που υπάρχει στα αρχεία των πρακτορείων ειδήσεων από την Αμοργό για το θέμα:


«Νεκρή φώκια σε προχωρημένη αποσύνθεση βρέθηκε σήμερα σε θαλάσσια περιοχή της Αμοργού. Στην φώκια δεν παρατηρήθηκαν τραύματα στο σώμα της». (24/09/1992)


Απευθυνθήκαμε στην Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής φώκιας (Mom) για περισσότερες πληροφορίες και πολύ σύντομα μας απάντησε η βιολόγος κ. Στέλλα Αδαμαντοπούλου, υπεύθυνη Δικτύου Συλλογής Πληροφοριών της Mom.


Διαπιστώνεται μία ενδιαφέρουσα παρουσία της φώκιας στην Αμοργό. Τα περιστατικά που έχουν καταγραφεί στα αρχεία της Mom φαίνονται στον πίνακα που δημοσιεύουμε. Η κ. Στέλλα Αδαμαντοπούλου, εκ μέρους της Mom, στην απάντησή της επισημαίνει:


«Για την παρακολούθηση της κατάστασης του πληθυσμού της Μεσογειακής Φώκιας, η MOm, λειτουργεί από το 1991 σε εθνικό επίπεδο, ένα Δίκτυο Συλλογής Πληροφοριών, το οποίο συλλέγει πληροφορίες για εμφανίσεις φωκών από όλη την Ελλάδα. Οι πληροφορίες αυτές αποτελούν ένδειξη της ύπαρξης σε μια περιοχή ενός πληθυσμού Μεσογειακής Φώκιας, ο οποίος την χρησιμοποιεί σαν τόπο διατροφής και διαμονής αλλά η σημασία της περιοχής σαν τόπος αναπαραγωγής και ξεκούρασης χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διαπιστωθεί».


Από τα στοιχεία της Mom διαπιστώνουμε ότι όλα τα καταγραμμένα περιστατικά αφορούν τις βόρειες ακτές της Αμοργού. Τα 4 από τα 7 περιστατικά αφορούν την Αιγιάλη, αφού και η Νικουριά, ανήκει στην περιφέρειά της. Στην Αιγιάλη, στο τέλος της μεγάλης αμμουδιάς προς τα Θολάρια, υπάρχει και μια σπηλιά που ονομάζεται «Φωκιότρυπα». Αν υπολογίσουμε ότι απέναντι από την Καλοταρίτισσα είναι η Γραμβούσα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι στα δύο νησάκια (Νικουριά και Γραμβούσα) ζουν φώκιες. Στην Κάτω Μεριά πάντως έχουν δώσει σε μια φώκια και όνομα. Την λένε «λιβανή», επειδή έχει το χρώμα του λιβανιού.


Το γεγονός ότι στις νότιες ακτές της Αμοργού δεν έχουν καταγραφεί φώκιες, έχει σχέση με το ότι οι ακτές αυτές είναι πολύ απότομες και με ελάχιστη ανθρώπινη δραστηριότητα. Σ’ αυτήν την περιοχή πρέπει να ζουν και οι περισσότερες φώκιες.


Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει παραπληροφόρηση στην Αμοργό για τις φώκιες, όπως συμβαίνει και σε άλλα νησιά ως γνωστόν. Υποτίθεται ότι «τις φώκιες τις φέρνουν οι οικολόγοι». Πρόκειται για δικαιολογία, επειδή οι φώκιες κάνουν πράγματι μεγάλες ζημιές στους ψαράδες. Έτσι επιλέγεται η λύση να «συκοφαντηθούν» οι φώκιες, ότι δήθεν είναι φερτές από αλλού και στην Αμοργό δεν υπάρχουν. Στην πραγματικότητα, φερτές είναι οι ανεμότρατες που καταστρέφουν τον βυθό και τις ψαριές.


Όπως και να το κάνουμε, η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) αποτελεί μέρος του φυσικού περιβάλλοντος της Αμοργού από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Thymbra capitata - Thymus capitatus θυμάρι

Χώρα 03/08/2004

Η Thymbra capitata [(L.) Cav. 1803] είναι μεσογειακό φυτό, με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Συνώνυμο: Thymus capitatus L. 1753
Αμοργιανή και κοινή ονομασία: θυμάρι.
Με αντιμικροβιακή και αντιοξειδωτική δράση το θυμάρι είναι από τα κυρίαρχα μπαχαρικά στην ελληνική διατροφή. Διατηρεί το αρχαίο του όνομα «θύμος», που προέρχεται από το ρήμα «θύω» (θυσιάζω) με τη σημασία του ευωδιάζω. Το φυτό έχει πατρίδα την Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Φυτό μελισσοτροφικό, φαρμακευτικό και αρωματικό. Ο βασιλιάς των θυμαριών είναι το «κεφαλωτό» (Thymbra capitata) με το εξαίσιο άρωμά του, από το οποίο παράγεται και το περίφημο θυμαρίσιο μέλι.
Το θυμάρι περιέχει ένα αιθέριο έλαιο που αποτελείται από θυμόλη (40%), καρβακρόλη και πλήθος άλλων ουσιών και ιχνοστοιχείων. Γι’ αυτό και έχει πολλές ωφέλιμες δράσεις: αντιμικροβιακή, αντισπασμωδική, αποχρεμπτική, στυπτική, αντιοξειδωτική, αντισηπτική, τονωτική. Αναφέρεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος πλενόταν με αφέψημα θυμαριού για ευεξία και για να καταπολεμά τις ψείρες.
Τα θυμάρια είναι πολύ ανθεκτικά φυτά και απαιτούν ελάχιστες φροντίδες. Προσαρμόζονται εύκολα σε φτωχά και βραχώδη εδάφη.
Όσο περισσότερο ήλιο απολαμβάνουν τόσο καλύτερο άρωμα αποκτούν. Η συλλογή των κορυφών γίνεται λίγο πριν την ανθοφορία, όταν δημιουργείται και η μεγαλύτερη συγκέντρωση αρωματικών και φαρμακευτικών ουσιών. Το αποξηραμένο θυμάρι διατηρείται σε αεροστεγή γυάλινα δοχεία.
Ετυμολογία:
Thymbra < θύμβρα (φυτό που αναφέρεται από τον Διοσκουρίδη.
capitata < cáput, cápitis, κεφαλή = κεφαλωτή.
Thymus < θύμος < θύω ==> από το έντονο άρωμά του.


Calidris minuta νανοσκαλίδρα

Ξυλοκερατίδι 02/05/2005

Το κοινό ελληνικό της όνομα είναι «νανοσκαλίδρα». Αναπαράγεται στην τούνδρα. Στην Ελλάδα την συναντάμε στην μεταναστευτική περίοδο (Απρίλιος - Μάιος και μέσα Ιουλίου - Οκτώβριος) σε παράκτια λασποτόπια και λασπώδεις όχθες υγρότοπων. Περαστική από την Αμοργό, φωτογραφήθηκε στην «Καλογερική Σκάλα» στο Ξυλοκερατίδι Καταπόλων.