Οι φίλοι του μπλοκ

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ecballium elaterium

Θολάρια 24/11/2007

Το Ecballium elaterium [(L.) A. Richard 1824] είναι γεώφυτο της Μεσογείου και της ΝΔ Ασίας, με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Το αρχαίο όνομα του φυτού είναι «σίκυς άγριος».
Αμοργιανό όνομα: πικραγγουριά.
Τον καρπό του ονομάζει «ελατήριο» («το δε λεγόμενον ελατήριον εκ του καρπού των σικύων») ήδη από την αρχαιότητα ο Διοσκουρίδης, ο οποίος υποστήριξε ότι το εκχύλισμα του αποτελεί δραστικότατο καθαρτικό φάρμακο.
Το σημερινό λαϊκό του όνομα είναι «πικραγγουριά».
Πρόκειται για έρπουσα πολυετή πόα, σαρκώδη, πολύ αδρότριχη.
Βλαστοί απλωτοί, έρποντες 15-60 εκ. χωρίς έλικες. Φύλλα μακρόμισχα, με έλασμα 4-10 εκ., καρδιοειδή- τριγωνικά, οδοντωτά ή κυματιστά στα χείλη.
Στεφάνη τροχοειδής με 5 λοβούς. Τα άνθη είναι κίτρινα και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων, τα αρσενικά σε βότρυ, τα θηλυκά ανά ένα.
Ο καρπός είναι κυλινδρικός ωοειδής μέχρι 5εκ. μήκος, πολύ αδρότριχος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο η πικραγγουριά διασπείρει τους σπόρους της. Ο καρπός είναι πολύ ευαίσθητος και με το παραμικρό άγγιγμα σκάει σαν μικρή βόμβα και εκτινάσσει τα σπέρματα μακριά, δηλαδή τα εκβάλλει ως ελατήριο.
Όλα τα μέρη του φυτού, και κυρίως ο καρπός του, είναι τοξικά, περιέχοντας το δηλητήριο «ελατηρίνη».
Κοινό σε χέρσα χωράφια, μπάζα, άκρες δρόμων.
Ανθίζει από τον Φεβρουάριο.
Ετυμολογία:
Ecballium < εκβάλλω (βγάζω έξω με δύναμη) ==> αναφέρεται στην αποβολή με δύναμη των σπερμάτων.
elaterium < ελατήριον ==> αναφέρεται στην εκτόξευση των σπερμάτων μακριά.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Sternbergia lutea


Θολάρια 24/11/2007 Tholaria

Η Στερνμπέργκια η κίτρινη [Sternbergia lutea (L.) Ker Gawl. ex Spreng. 1825] είναι μεσογειακό γεώφυτο.
Έχει μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Δυτική Μακεδονία.
Έχει ευρεία εξάπλωση στην Αμοργό, στολίζοντας το φθινόπωρο κυρίως βραχώδεις θέσεις.
Ανάλογα με τις περιοχές ονομάζεται κρινάκι, κίτρινο κρινάκι, λαλές, αγριολαλές και αγριόκρινος.
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: πούλα
Είναι πολυετής, πόα με βολβοειδές ρίζωμα, φύλλα λογχοειδή, στενόμακρα, ανεπτυγμένα κατά την άνθιση. Ανθίζει το φθινόπωρο. Άνθη κίτρινα, με 6 λογχοειδή τέπαλα μήκους μέχρι 6 εκατοστά. Στην βάση τους έχουν μία μεμβρανώδη σπάθη.Μοιάζει με κρόκο αλλά διαφέρει στους ανθήρες, τους βιότοπους κλπ και άλλωστε ανήκει σε άλλη βοτανική οικογένεια.
Φύεται κυρίως σε πετρώδεις τοποθεσίες. Συχνά καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. 


Ετυμολογία:
Sternbergia > είδος αφιερωμένο στον Caspar (Kaspar) Maria von Sternberg (1761-1838), Βοημό βοτανικό που θεωρείται ιδρυτής του κλάδου της Παλαιοβοτανικής
lutea = κίτρινη.


Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Pistacia lentiscus σχίνος

Κατάπολα 16/11/2009

Ο σχίνος (Pistacia lentiscus L. 1753) είναι βασικό είδος της μεσογειακής θαμνώδους βλάστησης (μακίας, γκαρίγκ), με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα σε υψόμετρα 0-400 (-900) μ.
Κοινό όνομα: σχίνος (ο), σχίνο (το).
Τοπικό όνομα στην Αμοργό: σχινιά (η).
Ο σχίνος είναι αειθαλές, αρωματικό δέντρο ή θάμνος με ωραίο πράσινο φύλλωμα, πολύ κοινό στην ελληνική φύση. Τα φύλλα είναι σύνθετα με 2-5 ζεύγη ελλειψοειδή φυλλάρια, λεία στην πάνω, πιο θαμπά στην κάτω πλευρά. Φυτό δίοικο με θηλυκά άνθη κίτρινα και αρσενικά σκουροκόκκινα.
Καρποί μικροί, σφαιρικοί, κόκκινοι στην αρχή, μαύροι στην ωρίμανση.Το φθινόπωρο οι καρποί τους (το σχινικούκι) αποτελούν τροφή για τα κατσίκια, σε μιαν εποχή που η φυσική τροφή είναι λιγοστή.
Ανθίζει Μάρτιο - Απρίλιο

*** Η ποικιλία chia (P. Ientiscus var. chia), που ευδοκιμεί στην Χίο, είναι το δέντρο που δίνει την περίφημη μαστίχα
Τα μαστιχόδεντρα στην Χίο αποτελούν την καλλιεργημένη (με πολύ κόπο και εμπειρία) μορφή του σχίνου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας την συμβουλή του καθηγητή Θ. Ορφανίδη, το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος έκανε μια προσπάθεια να εισαχθεί η μαστιχοκαλλιέργεια και στην Ελλάδα (τότε η Χίος ήταν εκτός ελληνικής επικράτειας). Έγιναν καλλιέργειες σε διάφορα μέρη και μόνο στην Αμοργό και την Αντίπαρο είχε επιτυχία η μετατροπή των σχίνων σε μαστιχόδενδρα. Η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, γιατί από το 1912-13 η ελληνική επικράτεια υπερτριπλασιάστηκε και η Χίος ενώθηκε με την Ελλάδα.

Ετυμολογία:
Pistacia > πιστάκη (ονομασία φυτού που χρησιμοποιεί ο Νίκανδρος το 200 π.Χ. - πιστάκιον, το φυστικί), πιθανό δάνειο από κάποια ανατολική γλώσσα - μάλλον από την περσική pistáh + «-ακ», ουρανικό επίθημα
lentiscus > η λατινική ονομασία για τον σχίνο. 

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Arisarum vulgare

Κατάπολα 16/11/2009 Άγιος Παντελεήμονας


Το Αρίσαρον το κοινό (Arisarum vulgare O.Targ.Tozz. 1810) είναι μεσογειακό φυτό με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα.
Τοπικό όνομα: λυχναράκι.
Πολυετής πόα, εύκολα αναγνωρίσιμη από το χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα της κιτρινοπράσινης σπάθης με τις κοκκινωπές ραβδώσεις. Ο σπάδικας είναι λεπτός, κυλινδρικός με κύρτωση στο χείλος της σπάθης. Φύλλα καρδιοειδή με μακρύ μίσχο.
Ανθίζει από τα τέλη φθινοπώρου σε πετρώδεις, δροσερές τοποθεσίες.

Ετυμολογία:
Arisarum > άρι (λίαν, πολύ - εξ ου και άριστος) +άρον = Αρίσαρον, φυτό που αναφέρει ο Διοσκουρίδης.
vulgaris, -e > vúlgus κοινός, ευρέως διαδεδομένος = κοινό.

«ἀρίσαρόν ἐστι βοτάνιον μικρόν, ῥίζαν ἔχον ὡς ἐλαίας· ἔστι δὲ δριμυτέρα τοῦ ἄρου, ὅθεν νομὰς ἵστησι καταπλασσομένη, κολλύριά τε πρὸς σύριγγας ἐνεργῆ ἐξ αὐτῆς γίνεται. φθείρει δὲ καὶ αἰδοῖον παντὸς ζῴου ἐντεθεῖσα ἡ ῥίζα.»

(Διοσκουρίδης)

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Colchicum cupanii subsp. cupanii

Κατάπολα 16/11/2009 αρχαία Μινώα

Το Colchicum cupanii Guss. 1827, είναι μεσογειακό φυτό, με εξάπλωση στην δυτική, νότια και νησιωτική Ελλάδα.
Βιότοπος: βραχώδεις και πετρώδεις θέσεις, ελαιώνες, λιβάδια και θέσεις με terra rossa, διάκενα δασών, ορεινά λιβάδια, σε υψόμετρα 0-700 (1400) μ.
Βολβώδες δηλητηριώδες φυτό. Βολβός 2 εκ. με εξωτερικούς χιτώνες σκούρους καφέ
Φύλλα 3 καλά αναπτυγμένα, επιμήκη, (και γλωσσοειδή), παρόντα κατά την άνθιση.
Περιάνθιο με λεπτό σωλήνα, υπόλευκο. Τέπαλα ρόδινα με σκουρότερες παράλληλες νευρώσεις. Ανθήρες καφέ-μοβ με κίτρινη γύρη
Ανθίζει τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Δεκεμβρίου.
Ετυμολογία:
Colchicum < Κολχίς (αρχαία όνομα της σημερινής Γεωργίας). Κατά τον Διοσκουρίδη, το κολχικό φύτρωνε άφθονο στην Κολχίδα και την Μεσσηνία.
cupanii < προς τιμήν του Francesco Cupani (1657-1710), Ιταλού βοτανικού.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Cakile maritima

Φοινικιές 16/11/2009

Το Cakile maritima (Scop. 1772) είναι ευρωμεσογειακό φυτό με μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα.
Βιότοπος: παραλίες με άμμο ή βότσαλα σε υψόμετρα 0- 100 μ.
Ετήσιο ή διετές φυτό, ελαφρά χυμώδες, μέτρια διακλαδισμένο.
Καρποί κεράτια.
Άνθη με πέταλα σε απαλό λιλά-μοβ.
Άνθιση: Μάρτιος - Σεπτέμβριος.
Ετυμολογία:
Cakile < Kakeleh το όνομα του φυτού στα αραβικά.
maritima < mare θάλασσα= παραθαλάσσια.

 

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Pancratium maritimum

Φοινικιές 16/11/2009

Το φθινόπωρο οι κάψες των «κρίνων της θάλασσας» (Pancratium maritimum) ανοίγουν και εμφανίζονται τα σπέρματά τους που είναι πανάλαφροι, μαύροι και μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνων. Τα κύματα θα μεταφέρουν τα ελαφρά σπέρματα σε άλλες αμμουδιές, όπου θα φυτρώσουν και θα δώσουν νέα φυτά.
Το Pancratium maritimum, L. 1753, είναι ένα από τα ωραιότερα αγριολούλουδα και στολίζει τις αμμώδεις παραλίες κάθε καλοκαίρι.
Είναι πολυετής βολβόρριζη πόα με φύλλα μεγάλα, ταινιοειδή, μακρύτερα από το βλαστό, ήδη ξερά κατά την άνθιση με τα νέα να εμφανίζονται στις αρχές του χειμώνα.
Άνθη μεγάλα, χοανοειδή, 3-15 σε κάθε σκιάδιο, εύοσμα, λευκά. Ανθήρες κίτρινοι σε 6 μακρείς, λευκούς στήμονες.
Οι χαρακτηριστικοί ανάλαφροι καρποί μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνο και επιπλέουν στη θάλασσα που τους διασπείρει στις ακτές.
Εϊναι μεσογειακό φυτό.  Στην Ελλάδα εξαπλώνεται σε όλες τις αμμουδιές του Αιγαίου και του Ιονίου, αλλά με την τουριστική αξιοποίηση των παραλιών, οι πληθυσμοί του έχουν αρχίσει να εξασθενούν.
Ο κρίνος της θάλασσας ενώνει τη σημερινή με την προϊστορική φύση του Αιγαίου. Είναι πασίγνωστος από τις «μινωικές» εικονογραφήσεις της Κρήτης, κυρίως στο ανάκτορο της Κνωσού και από τις υστεροκυκλαδικές τοιχογραφίες της Σαντορίνης

Ετυμολογία:
Pancratium > παν (πας, πάσα) + κρατέω  --> επειδή υπερνικά τις ακραίες συνθήκες του οικοτόπου του, (ξηρές και υφάλμυρες άμμοι) και παραμένει  πάντα κραταιό.
maritimum > mare (λατιν.) θάλασσα = παραθαλάσσιο.


Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Mandragora officinarum

Κατάπολα 21/11/2009 

Ο μανδραγόρας (Mandragora officinarum L., 1753) είναι ένα ισχυρά δηλητηριώδες φυτό με πολλές ιστορίες στην μαγεία, την μυθολογία, την φαρμακευτική, την ιατρική και την γλωσσολογία. Είναι ένα φυτό κοινό στη Νότια Ελλάδα και τα νησιά.
Λαϊκό όνομα στην Αμοργό: βουδόγλωσσα, από το σχήμα των φύλλων του.
Φύεται σε πετρώδεις θέσεις και χέρσα χωράφια. Τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, μακρόστενα και σχηματίζουν ρόδακα. Από το κέντρο του ρόδακα αναπτύσσονται τα μικρά κυανάιώδη άνθη με εμφανείς νευρώσεις σαν φλέβες.
Οι καρποί του είναι κίτρινες ράγες σε σχήμα μικρού μήλου, ένα χαρακτηριστικό που οδήγησε τον Διοσκουρίδη να ονομάσει το φυτό «αντίμηλον». Το συναντάμε φυτρωμένο, ανθισμένο ή καρπισμένο στην μεγαλύτερη διάρκεια του έτους με εξαίρεση το καλοκαίρι.
Η ρίζα του μανδραγόρα είναι σαρκώδης, μεγάλη, κάθετη, διχαλωτή από ένα σημείο και ανθρωπόμορφη σύμφωνα με την λαϊκή παρατηρητικότητα. Με την χαρακτηριστική ανθρωπόμορφη ρίζα του πέρασε από τα πανάρχαια χρόνια στον χώρο της μαγείας.
Η ρίζα του μανδραγόρα περιέχει ατροπίνη, υοσκυαμίνη, σκοπολαμίνη, μανδραγορίνη που είναι ισχυρές κατευναστικές ουσίες. Έτσι θεωρείται από τα περισσότερο τοξικά φυτά της ελληνικής χλωρίδας. Έχει πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες (είναι και ομοιοπαθητικό) αλλά δεν χρησιμοποιείται πολύ από την λαϊκή ιατρική (που είναι συνέχεια της αρχαίας) και για την ισχυρή τοξικότητά του αλλά και διότι το ξερίζωμά του έχει συνδεθεί με ένα σωρό δεισιδαιμονίες και μαγικές πρακτικές.

Ετυμολογία:
Mandragora > από το περσικό όνομα mardum guis (= φυτό του ανθρώπου), που πέρασε σε άλλες γλώσσες // από το όνομα κάποιου αρχαίου γιατρού, ο οποίος φαίνεται ότι έκανε εκτεταμένη χρήση του φυτού και είχε επιτυχίες
officinarum > offícina, μεσαιωνικό εργαστήριο για παρακευή φαρμάκων και αρωμάτων = φαρμακευτικό.