O Ranunculus creticus L. 1853, είναι ενδημικός του Νότιου Αιγαίου: Κρήτη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Δ/ΝΔ Μικρά Ασία (Μαρμαρίδα), ενώ πρόσφατα αναφέρθηκε και από την Κύπρο.
Στα νησιά μας φύεται στην Αμοργό και την Κέρο.
Προστατεύεται από τον Ελληνικό Νόµο (Προεδρικό διάταγµα 67/81) και συµπεριλαµβάνεται στον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN ως απειλούµενο.
Βιότοπος: εποχικά υγρές θέσεις, βραχώδεις περιοχές, χαράδρες, σκιερά πρανή, γενικά σε ασβεστόλιθο, σε υψόμετρα 0-1300 m.
Πολυετές φυτό, ριζωματώδες, με ένα σύμπλεγμα κωνικών κονδύλων.
Βλαστός, ύψους 29-60 εκ., άκαμπτος, όρθιος, τριχωτός.
Φύλλα μεγάλα, μέχρι 12 εκ., νεφροειδή με λοβούς οδοντωτούς.
Άνθη χρυσοκίτρινα με διάμετρο έως 3 εκ.
Ανθίζει Μάρτιο - Απρίλιο.
Ετυμολογία:
Ranunculus > rana βάτραχος. Ο Πλίνιος γράφει ότι «ονομάζουμε ranunculus το βότανο που οι Έλληνες ονομάζουν βατράχιο» = βατράχιο, επειδή ορισμένα είδη αυτού του γένους ευδοκιμούν σε υδάτινο περιβάλλον.
creticus, a, um > Creta Κρήτη.